εἴσθεσις

From LSJ
Revision as of 10:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴσθεσις Medium diacritics: εἴσθεσις Low diacritics: είσθεσις Capitals: ΕΙΣΘΕΣΙΣ
Transliteration A: eísthesis Transliteration B: eisthesis Transliteration C: eisthesis Beta Code: ei)/sqesis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A putting in, Ph.1.278; opp. ἀφαίρεσις, Dam.Pr. 102.
II insetting of short lines in lyric strophes, Sch.Ar.Pl.253, Ach.565.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 inserción, inclusión εἰ. ... τὰ φανέντα ἐπεισφέρει τῷ νῷ la «actividad de inserción» (como falsa etim. de αἴσθησις) introduce las imágenes en la mente Ph.1.278, ἀθάνατοι ... οὔτε εἴσθεσιν οὔτε ἀφαίρεσιν οὐδεμίαν ἐπιδεχόμεναι inmortales, (las almas) no admiten ni inserción ni privación Dam.Pr.102 (tal vez por πρόσθεσις).
2 intercalación de unidades métricas, Sch.Ar.Ach.566, Sch.rec.Ar.Pl.253a.

German (Pape)

[Seite 743] ἡ, das Hineinsetzen, Philo: der Anfang, Eingang, Schol. Ar. Ach. 565.

Greek (Liddell-Scott)

εἴσθεσις: -εως, ἡ, τὸ τιθέναι ἐντός τινος, Φίλων 1. 278. ΙΙ. εἰσαγωγή, ἀρχή, Σχόλ. εἰς, Ἀριστοφ. Πλ. 253, Ἀχ. 565.

Greek Monolingual

εἴσθεσις, η (AM)
1. τοποθέτηση μέσα σε κάτι
2. (στην τυπογραφία) η εισοχή στίχου, η γραφή του πρώτου γράμματος ένα διάστημα δεξιότερα από την αρχή άλλων στίχων
αρχ.
1. αρχή
2. εισαγωγή.