τόπαρχος

From LSJ
Revision as of 10:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόπαρχος Medium diacritics: τόπαρχος Low diacritics: τόπαρχος Capitals: ΤΟΠΑΡΧΟΣ
Transliteration A: tóparchos Transliteration B: toparchos Transliteration C: toparchos Beta Code: to/parxos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,
A ruling over a place, γυνή mistress, A.Ch.664 (ταπαρχος (suprascr. ό) cod. M).
II = τοπάρχης, SIG880.29, al. (Pizus, iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1129] ὁ, auch ἡ, der, die über einen Ort, eine Gegend, ein Land herrscht; γυνὴ τόπαρχος, Aesch. Ch. 653, l. d.; Vorsteher einer Gegend, Landpfleger, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 maîtresse d'une maison;
2 Égypte ptol. chef d'une τοπαρχία.
Étymologie: τόπος, ἄρχω.

Russian (Dvoretsky)

τόπαρχος: ὁ и ἡ хозяин: δομάτων γυνὴ τ. Aesch. хозяйка дома (v.l. ἔπαρχος).

Greek (Liddell-Scott)

τόπαρχος: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὴν κυβέρνησιν ἢ διοίκησιν τόπου τινός, γυνὴ τ., ἡ κυρία, δέσποινα, Αἰσχύλ. Χο. 664· ἀλλ’ ὁ κῶδ. M. ἔχει τάπαρχος, ὅθεν ὁ Ahr. διώρθωσε γ’ ἄπαρχος· ὁ δὲ Bumberger στέγαρχος.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
1. τοπάρχης
2. φρ. «γυνὴ τόπαρχος» — οικοδέσποινα (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -αρχος].

Greek Monotonic

τόπαρχος: ὁ, ἡ, αυτός που έχει την κυβέρνηση ή τη διοίκηση κάποιου τόπου, γυνὴ τόπαρχος, δέσποινα, βασίλισσα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

τόπ-αρχος, ὁ, ἡ,
ruling over a place, γυνὴ τ. the mistress, Aesch.