ἐφύω
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
[ῡ], rain upon: impers. ἐφύει, c. dat., Thphr. HP 4.14.8, etc.: abs., it rains after, Id.CP6.17.7:—pf. part. Pass. ἐφυσμένος exposed to rain, X.Cyn.9.5.
German (Pape)
[Seite 1124] (s. ὕω), beregnen, ἐφυσμένος, beregnet, Xen. Cyn. 9, 4. – Impers. ἐφύει, es regnet darauf, Theophr., auch = hinterher, id.
French (Bailly abrégé)
I. mouiller de pluie ; part. pf. Pass. ἐφυσμένος trempé de pluie;
II. impers. • ἐφύει :
1 il pleut sur;
2 il pleut ensuite.
Étymologie: ἐπί, ὕω.
Russian (Dvoretsky)
ἐφύω: (ῡ) мочить дождем: ἐφυσμένος (part. pf. pass.) Xen. мокрый от дождя.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφύω: ἀπρόσ., ἐφύει, βρέχει ἐπάνω εἴς τι, μετὰ δοτ., χείριστον δὲ ἐὰν ἀπανθοῦσί τισιν ἐφύσῃ καθάπερ ἐλάᾳ καὶ ἀμπέλῳ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 8, κτλ.· ἀπολ., ἐφύει γὰρ ὅπου ἂν ἐπιστῇ ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 17, 7· μετοχ. παθ. πρκμ. ἐφυσμένος, βεβρεγμένος, ἐκτεθειμένος εἰς τὴν βροχήν, Ξεν. Κυν. 9, 5.
Greek Monolingual
ἐφύω (Α)
1. απρόσ. ἐφύει
α) βρέχει πάνω σε κάτι
β) βρέχει κατόπιν («ἐφύει γὰρ ὅπου ἄν ἐφιστῇ», Θεόφρ.)
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐφυσμένος, -η, -ον
εκτεθειμένος στη βροχή, βρεγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὕω «βρέχω»].
Greek Monotonic
ἐφύω: βρέχω, μτχ. Παθ. παρακ., ἐφυσμένος, βρεγμένος, εκτεθειμένος στην βροχή, σε Ξεν.
Middle Liddell
to rain upon:—perf. pass. part. ἐφυσμένος rained upon, exposed to the rain, Xen.