συμφερτός

From LSJ
Revision as of 10:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφερτός Medium diacritics: συμφερτός Low diacritics: συμφερτός Capitals: ΣΥΜΦΕΡΤΟΣ
Transliteration A: symphertós Transliteration B: symphertos Transliteration C: symfertos Beta Code: sumferto/s

English (LSJ)

συμφερτή, συμφερτόν, united, in conjunction, συμφερτὴ ἀρετή Il.13.237; ἠχώ, θάλασσα, λιβάδες, Nonn. D. 5.387, 41.298, 47.88.

German (Pape)

[Seite 991] wie συμφορητός, zusammengetragen, -gebracht, verbunden; συμφερτὴ ἀρετή, vereinigte Tapferkeit, Kraft, H. 13, 237; Nonn. D. 5, 387 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui se rassemble en un, condensé : συμφερτὴ ἀρετή IL force de plusieurs hommes réunis.
Étymologie: συμφέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-φερτός -ή -όν [συμφέρω] verenigd.

Russian (Dvoretsky)

συμφερτός: объединенный, сплоченный (ἀρετὴ ἀνδρῶν Hom.).

English (Autenrieth)

combined, united, Il. 13.237†.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συμφέρομαι
αυτός που έχει συγκεντρωθεί από πολλούς ή από πολλά σημεία (α. «συμφερτὴ θάλασσα», Νόνν.
β. «συμφερταὶ λιβάδες», Νόνν.).

Greek Monotonic

συμφερτός: -ή, -όν, ενωμένος, δεμένος μαζί, συνημμένος, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

συμφερτός: -ή, -όν, ὡς τὸ συμφορητός, δηλ. συνάξιμος ἐκ πολλῶν, συμφερτὴ ἀρετὴ Ἰλ. Ν. 237 ἠχώ, θάλασσα, λιβάδες, κτλ., Νόνν. Εὐαγγ. κ Ἰω. 4, 145.

Middle Liddell

συμ-φερτός, ή, όν
united, banded together, Il.