συμφερτός
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
English (LSJ)
συμφερτή, συμφερτόν, united, in conjunction, συμφερτὴ ἀρετή Il.13.237; ἠχώ, θάλασσα, λιβάδες, Nonn. D. 5.387, 41.298, 47.88.
German (Pape)
[Seite 991] wie συμφορητός, zusammengetragen, -gebracht, verbunden; συμφερτὴ ἀρετή, vereinigte Tapferkeit, Kraft, H. 13, 237; Nonn. D. 5, 387 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui se rassemble en un, condensé : συμφερτὴ ἀρετή IL force de plusieurs hommes réunis.
Étymologie: συμφέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-φερτός -ή -όν [συμφέρω] verenigd.
Russian (Dvoretsky)
συμφερτός: объединенный, сплоченный (ἀρετὴ ἀνδρῶν Hom.).
English (Autenrieth)
combined, united, Il. 13.237†.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συμφέρομαι
αυτός που έχει συγκεντρωθεί από πολλούς ή από πολλά σημεία (α. «συμφερτὴ θάλασσα», Νόνν.
β. «συμφερταὶ λιβάδες», Νόνν.).
Greek Monotonic
συμφερτός: -ή, -όν, ενωμένος, δεμένος μαζί, συνημμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
συμφερτός: -ή, -όν, ὡς τὸ συμφορητός, δηλ. συνάξιμος ἐκ πολλῶν, συμφερτὴ ἀρετὴ Ἰλ. Ν. 237 ἠχώ, θάλασσα, λιβάδες, κτλ., Νόνν. Εὐαγγ. κ Ἰω. 4, 145.