χαλκοθήκη
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ἡ, a building on the Acropolis of Athens, IG22120, 1469.84.
II case for bronze vessels, provided specially for those of value, Ath.6.231d.
German (Pape)
[Seite 1331] ἡ, Behältniß für Kupfer od. Kupfergeschirr, Ath. VI, 231 d.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοθήκη: ἡ, θήκη ἢ ἀποθήκη πρὸς ἐναπόθεσιν χαλκῶν σκευῶν μάλιστα πολυτίμων, Michaelis Παρθεν. σ. 346· «ἐκ ποτηρίων χαλκῶν ἔπινον οἱ σφόδρα δοκοῦντες πλουτεῖν, καὶ τὰς θήκας τούτων ὠνόμαζον χαλκοθήκας» Ἀθήν. 231D.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
αρχαιολ. οικοδόμημα της Ακρόπολης τών Αθηνών, μεταξύ του Παρθενώνα και τών Προπυλαίων, όπου στεγάζονταν χάλκινα αφιερώματα στην Αθηνά
μσν.-αρχ.
θήκη χάλκινων αντικειμένων, ιδίως πολύτιμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + θήκη.