ἐξαυτομολέω
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
A desert from a place, πρός τινα Ar.Nu.1104.
II Pass., to be betrayed by deserters, τὸ σύνθημα Aen.Tact.24.16.
German (Pape)
[Seite 874] verstärktes simplex, Ar. Nubb. 1088 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
déserter à l'ennemi.
Étymologie: ἐξ, αὐτομολέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαυτομολέω: перебегать, переходить (πρός τινα Arph.; ирон. εἰς χεῖρας καλῆς γυναικός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαυτομολέω: αὐτομολῶ ἔκ τινος τόπου, ἐξαυτομολῶ πρὸς ὑμᾶς Ἀριστοφ. Νεφ. 1104. ΙΙ. Παθ., προδίδομαι ὑπ’ αὐτομολησάντων, οὕτω γὰρ ἂν ἥκιστα... ἐξαυτομολοῖτο τὸ σύνθημα Αἰτ. Τακτ. 24.
Greek Monotonic
ἐξαυτομολέω: μέλ. —ήσω, αυτομολώ, λιποτακτώ από κάπου, σε Αριστοφ.