ἁλιπόρφυρος
English (LSJ)
ἁλιπόρφυρον, of sea-purple, of true purple dye, ἠλάκατα, φάρεα, Od.6.53, 13.108; οἶδμα Arionl.18 codd.; ὄρνις Alcm.26.4; Νηρηίδες Him.Or.16.2.
Spanish (DGE)
(ἁλῐπόρφῠρος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
teñido de púrpura marina ἠλάκατα Od.6.53, φάρεα Od.13.108, ῥέγος Anacr.129, ἐσθής Philostr.VA 6.10, cf. Im.2.2.2, εὐνή Nonn.D.20.32
•purpúreo ὄρνις Alcm.26.4, οἶδμα Lyr.Adesp.21.19, cf. Stesich.104.7S., Νηρηίδες Him.62.2.
German (Pape)
[Seite 97] meerpurpurn, mit ächtem Purpur gesäbir, Hom. dreimal, φάρεα Od. 13, 108, ἠλάκατα 6, 53. 306; – τάπητες Anacr. 35, 2; λίμνη Arion. 1, 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
teint avec le pourpre de mer.
Étymologie: ἅλς¹, πορφύρα.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιπόρφῠρος: окрашенный морским пурпуром (φάρεα, ἠλάκατα Hom.; τάπητες Anacr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιπόρφῠρος: -ον, ὁ διὰ θαλασσίας πορφύρας βεβαμμένος, ἠλάκατα, φάρεα, Ὀδ. Ζ. 53, Ν. 108· οἶδμα, Ἀρίων 18 (Bgk σ. 873)· «ἁλιπόρφυρα · ἁλουργῆ, τουτέστιν ἐκ θαλασσίας πορφύρας», Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
sea-purple, purple as the sea. (Od.)
Greek Monolingual
ἁλιπόρφυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα της θαλασσινής πορφύρας, ολοπόρφυρος, κατακόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -πόρφυρος < πορφύρα.
Greek Monotonic
ἁλιπόρφῠρος: -ον (ἅλς, πορφύρα), λέγεται για τη μαβιά θάλασσα, λέγεται για την πραγματική μωβ βαφή, σε Ομήρ. Οδ.