Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἁλιπόρφυρος

From LSJ
Revision as of 11:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιπόρφῠρος Medium diacritics: ἁλιπόρφυρος Low diacritics: αλιπόρφυρος Capitals: ΑΛΙΠΟΡΦΥΡΟΣ
Transliteration A: halipórphyros Transliteration B: haliporphyros Transliteration C: aliporfyros Beta Code: a(lipo/rfuros

English (LSJ)

ἁλιπόρφυρον, of sea-purple, of true purple dye, ἠλάκατα, φάρεα, Od.6.53, 13.108; οἶδμα Arionl.18 codd.; ὄρνις Alcm.26.4; Νηρηίδες Him.Or.16.2.

Spanish (DGE)

(ἁλῐπόρφῠρος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
teñido de púrpura marina ἠλάκατα Od.6.53, φάρεα Od.13.108, ῥέγος Anacr.129, ἐσθής Philostr.VA 6.10, cf. Im.2.2.2, εὐνή Nonn.D.20.32
purpúreo ὄρνις Alcm.26.4, οἶδμα Lyr.Adesp.21.19, cf. Stesich.104.7S., Νηρηίδες Him.62.2.

German (Pape)

[Seite 97] meerpurpurn, mit ächtem Purpur gesäbir, Hom. dreimal, φάρεα Od. 13, 108, ἠλάκατα 6, 53. 306; – τάπητες Anacr. 35, 2; λίμνη Arion. 1, 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
teint avec le pourpre de mer.
Étymologie: ἅλς¹, πορφύρα.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιπόρφῠρος: окрашенный морским пурпуром (φάρεα, ἠλάκατα Hom.; τάπητες Anacr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιπόρφῠρος: -ον, ὁ διὰ θαλασσίας πορφύρας βεβαμμένος, ἠλάκατα, φάρεα, Ὀδ. Ζ. 53, Ν. 108· οἶδμα, Ἀρίων 18 (Bgk σ. 873)· «ἁλιπόρφυρα · ἁλουργῆ, τουτέστιν ἐκ θαλασσίας πορφύρας», Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

sea-purple, purple as the sea. (Od.)

Greek Monolingual

ἁλιπόρφυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα της θαλασσινής πορφύρας, ολοπόρφυρος, κατακόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -πόρφυρος < πορφύρα.

Greek Monotonic

ἁλιπόρφῠρος: -ον (ἅλς, πορφύρα), λέγεται για τη μαβιά θάλασσα, λέγεται για την πραγματική μωβ βαφή, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[ἅλς, πορθύρα]
of sea-purple, of true purple dye, Od.