κρυπτεύω

From LSJ
Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυπτεύω Medium diacritics: κρυπτεύω Low diacritics: κρυπτεύω Capitals: ΚΡΥΠΤΕΥΩ
Transliteration A: krypteúō Transliteration B: krypteuō Transliteration C: krypteyo Beta Code: krupteu/w

English (LSJ)

hide oneself, lie concealed, E.Ba.888 (lyr.), X.Cyr.4.5.5:—Pass., = ἐνεδρεύομαι (cf. Hsch.), E.Hel.541.

German (Pape)

[Seite 1515] = κρύπτω, verbergen; οἱ θεοὶ κρυπτεύουσι ποικίλως δαρὸν χρόνου πόδα Eur. Bacch. 886; sich verstecken, Xen. Cyr. 4, 5, 5; – im pass., οὔ τί που κρυπτεύομαι ἐκ βουλευμάτων Eur. Hel. 548, man stellt mir nach.

French (Bailly abrégé)

se tenir caché, en embuscade.
Étymologie: κρύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρυπτεύω [κρύπτω] met acc. verbergen:. κρυπτεύουσι... δαρὸν χρόνου πόδα zij verbergen de trage voet van de tijd Eur. Ba. 888. intr. zich in een hinderlaag leggen:. κύκλῳ τοῦ στρατοπέδου κρυπτεύειν zich in een hinderlaag rond het kamp leggen Xen. Cyr. 4.5.5. pass. in een hinderlaag gelokt worden.

Russian (Dvoretsky)

κρυπτεύω:
1 утаивать, скрывать: οἱ θεοὶ κρυπτεύουσι δαρὸν χρόνου πόδα Eur. боги скрывают долгий ход времени, т. е. медленное развитие событий;
2 укрываться, ложиться в засаду: κύκλῳ τοῦ στρατοπέδου κ. Xen. устроить засаду вокруг лагеря; οὔ τί που κρυπτεύομαι; Eur. не устраивают ли мне какой-л. засады?

Greek Monolingual

κρυπτεύω (Α) κρυπτός
1. (μτβ.) κρύβω
2. (αμτβ.) κρύβομαι, κρύβω τον εαυτό μου, μένω κρυμμένος
3. παθ. κρυπτεύομαι
ενεδρεύομαι, μού στήνουν ενέδρα, παγίδα.

Greek Monotonic

κρυπτεύω: μέλ. -σω (κρύπ-τω),
I. καλύπτω, αποκρύπτω, σε Ευρ.
II. αμτβ., κρύβομαι, παραμένω κρυμμένος, σε Ξεν.
III. Παθ., παγιδεύομαι, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κρυπτεύω: ἀποκρύπτω, κρύπτω, Εὐρ. Βάκχ. 888. ΙΙ. ἀμεταβ., κρύπτω ἐμαυτόν, διαμένω κεκρυμμένος, Ξεν. Κύρ. 4. 5. 5. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ. = ἐνεδρεύομαι (ἴδε Ἡσύχ.), Εὐρ. Ἑλ. 541.

Middle Liddell

κρυπτεύω, fut. -σω κρύπτω
I. to conceal, hide, Eur.
II. intrans, to hide oneself, lie concealed, Xen.
III. Pass. to be ensnared, Eur.