ἐπιπετάννυμι
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
spread over, τὰ ὦτα ἐπὶ τὰς ὠμοπλάτας X.Cyn.5.10, cf.Aret.CA1.10:—Pass., τέφρη ἐπεπέπτατο Q.S.14.25; ἐπίπαγος ἐπιπετάννυται Aret.SD2.9.
German (Pape)
[Seite 969] (s. πετάννυμι), darüber ausbreiten, Xen. Cyn. 5, 10; τέφρῃ ἐπιπέπτατο Qu. Sm. 14, 25.
French (Bailly abrégé)
étendre sur.
Étymologie: ἐπί, πετάννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπετάννῡμι: расстилать, раскладывать: τὰ ὦτα ἐπιπετάσας ἐπὶ τὰς ὠμοπλάτας Xen. положив уши на лопатки (о спящем зайце).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπετάννῡμι: μέλλ. -πετάσω, ἁπλώνω τι ἐπί τι, τὰ ὦτα ἐπιπετάσας ἐπὶ τὰς ὠμοπλάτας Ξεν. Κυν. 5, 10. - Παθ., τέφρη δ’ ἐπιπέπτατο πολλὴ Κόϊντ. Σμ. 14. 25.
Greek Monolingual
ἐπιπετάννυμι (Α) πετάννυμι
απλώνω κάτι επάνω (α. «τὰ δὲ ὦτα ἐπιπετάσας ἐπὶ τάς ὠμοπλάτας», Ξεν.
β. «τέφρη δ’ ἐπιπέπτατο πολλή», Κόιντ. Σμυρν.).
Greek Monotonic
ἐπιπετάννῡμι: μέλ. -πετάσω [ᾰ], απλώνω, εκτείνω, ανοίγω, σε Ξεν.