προβύω
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
[ῡ], fut. -βύσω:—π. λύχνον push up the wick of a lamp, trim it, cj.in Ar.V.250: metaph., π. φορτικὸν γέλωτα Com.Adesp.644.
German (Pape)
[Seite 713] λύχνον, wie προμύσσω, den Docht vorstoßen, um die Lampe zu putzen, Ar. Vesp. 249; προβῦσαι φορτικὸν γέλωτα, B. A. 59, = προβαλεῖν, von Solchen, die immer nur Gelächter erregen wollen.
French (Bailly abrégé)
moucher la mèche d'une lampe.
Étymologie: πρό, βύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-βύω naar voren duwen:. τὸν λύχνον πρόβυσον duw de lampenpit op Aristoph. Ve. 250.
Russian (Dvoretsky)
προβύω: (ῡ) (о фитиле) подрезать, подстригать, оправлять (λύχνον Arph.).
Greek Monolingual
Α
1. ωθώ κάτι προς τα έξω
2. φρ. «προβύω λύχνον» — ωθώ προς τα έξω το φιτίλι του λύχνου, ξεφιτιλίζω
3. μτφ. (στην κωμωδία) λεγόταν για εκείνους που επιδιώκουν και προκαλούν τη γελοιοποίηση προσώπων αλλά και πραγμάτων («προβύειν φορτικὸν γέλωτα», Κωμ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βύω «κλείνω, αποφράσσω»].
Greek Monotonic
προβύω: [ῡ], μέλ. -βύσω· προβύω λύχνον, βγάζω το φιτίλι από τη λάμπα, περικόπτω, ελαττώνω, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
προβύω: [ῡ], μέλλ. -βύσω· ― πρ. λύχνον, ὡς τὸ προμύσσω, ὠθῶ πρὸς τὰ ἔξω τὴν θρυαλλίδα τοῦ λύχνου, «ξεφτιλίζω», Ἀριστοφ. Σφ. 249· μεταφ., προβῆσαι φορτικὸν γέλωτα: «ἀντὶ τοῦ προβαλεῖν, ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν τοὺς λύχνους προβυόντων· καὶ γὰρ τούτων τὴν θρυαλλίδα ἐκ τοῦ ἔνδον εἰς τὸ ἔξω προβάλλουσι. Τίθεται ἐπὶ τῶν μηδὲν σεμνὸν ἐχόντων, ἀεὶ δὲ διὰ τοῦ γελωτοποιεῖν θηρωμένων τι» Α. Β. 59, 18.
Κεῖται μὲν τὸ ῥῆμα ἐν τῷ Θησ. Στεφ. ἐκ τοῦ Πολυδεύκους καὶ ἄλλων, ἀλλὰ κατ’ ἄλλην σημασίαν, οὐχὶ δὲ καθ’ ἣν εὕρηται ἐν τῇ ἑξῆς φράσει τοῦ Γρηγ. Νύσσ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 44, σ. 1205· προβεβυσμένη ἀκοὴ ὑπὸ τῆς φωνῆς τῶν κηρύκων, πρότερον στουππωμένη, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
Middle Liddell
fut. -βύσω
πρ. λύχνον to push up the wick of a lamp, to trim it, Ar.