κονέω

From LSJ
Revision as of 11:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονέω Medium diacritics: κονέω Low diacritics: κονέω Capitals: ΚΟΝΕΩ
Transliteration A: konéō Transliteration B: koneō Transliteration C: koneo Beta Code: kone/w

English (LSJ)

(κόνις) raise dust: hence, hasten, Hsch.; = ὑπηρετεῖν, EM 268.29: elsewhere only in compd. ἐγκονέω.

German (Pape)

[Seite 1480] Staub erregen, besonders durch schnelles Laufen, also eilen. VLL. So hat Jacobs Asclpds. 37 (XIII, 23) emendirt. Vgl. ἐγκονέω.

French (Bailly abrégé)

1 soulever de la poussière en courant;
2 courir, se hâter.
Étymologie: κόνις.

Russian (Dvoretsky)

κονέω: досл. поднимать пыль, перен. спешить, торопиться Anth.

Greek (Liddell-Scott)

κονέω: (κόνις) ἐγείρω κόνιν, κονιορτόν· καθόλου, ἐπείγομαι, σπεύδω, «κόνει· σπεῦδε, τρέχε» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ. 268. 29· ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἰακωψίου ἐν Ἀνθ. Π. 13. 23· ἀλλαχοῦ μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἐγκονέω· διότι τὸ διᾱκονέω εἶναι ἐξ ἄλλης ῥίζης, ἴδε ἐν λέξ. διάκονος.

Greek Monolingual

κονέω (Α) κόνις
1. σηκώνω σκόνη
2. (κατά τον Ησύχ.) α) τρέχω
β) ενεργώ
γ) αισθάνομαι
3. (κατά το Μέγα Ετυμολ.) υπηρετώ.

Greek Monotonic

κονέω: μέλ. -ήσω (κόνις), σηκώνω σκόνη στο πέρασμά μου· επείγομαι, σπεύδω, σε Ανθ.

Middle Liddell

κονέω, fut. -ήσω κόνις
to raise dust: to hasten, Anth.