αὐλητρίς
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, flute-girl, Simon.178, Ar.Ach.551, X.HG2.2.23, Pl.Prt. 347d, BCH6.24 (Delos, ii B. C.), etc.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
mujer flautista, flautista Ar.Ach.551, ὅπου ... συμπόται ... πεπαιδευμένοι εἰσίν, οὐκ ἂν ἴδοις ... αὐλητρίδας donde los comensales son gente bien educada, no podrías ver flautistas Pl.Prt.347d, ἐν τοῖς τῶν αὐλητρίδων διδασκαλείοις διατρίβουσιν se entretienen en las escuelas de flautistas Isoc.15.287, τὰ τείχη κατέσκαπτον ὑπ' αὐλητρίδων derribaron los muros al son de las flautistas X.HG 2.2.23, ἐν Σκύθαις οὐκ εἰσὶν αὐλητρίδες Arist.APo.78b31, cf. Plu.2.150d, καλεῖν δ' ἐκέλευε τὰς αὐλητρίδας Theopomp.Hist.236, αὐλητρίδα λαβὼν ὑπέστρεψεν D.C.39.10, ἡ Λάμια δ' ἦν αὐλητρίς Macho 176, αὐλητρὶς ἢ ποιήτρια D.Chr.33.45, cf. 66.27, αὐλητρίδος ἀκούειν Ael.Ep.15, cf. Simon.157D., Pl.Smp.215c, D.21.36, X.Smp.2.1, Theoc.2.146, Satyr.Vit.Eur.39.5.15, Plb.14.11.4, GDI 1842.6 (Delfos II a.C.), ID 442A.197 (II a.C.), PRoss.Georg.2.18.16 (II d.C.), Ael.Ep.16, 19, Alciphr.1.15.4, Et.Gen.1401
•ἡ Αὐλητρίς La flautista tít. de una comedia de Antífanes (tb. conocida como αἱ Δίδυμαι) Antiph.48, de Menandro (v. tb. ἀρρηφόρος) Men.Fr.59, de Diodoro, Diod.Com.1, en plu. αἱ Αὐλητρίδες Las flautistas tít. de una comedia de Fenícides, Phoenicid.1.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
joueuse de flûte.
Étymologie: αὐλητής.
German (Pape)
ίδος, ἡ, Flötenbläserin, Plat. Symp. 215c und öfter, wie Folgde.
Russian (Dvoretsky)
αὐλητρίς: ίδος ἡ флейтистка Arph., Xen., Plat., Isocr., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλητρίς: -ίδος, ἡ, κόρη ἔχουσα ὡς ἐπάγγελμα τὸ αὐλεῖν ἐπὶ μισθῷ, αὐλήτρια, Λατ. tibicina, Σιμων. (;) 181, Ἀριστοφ. Ἀχ. 551, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 23, Πλάτ. Πρωτ. 347D· - πολλάκις ἀπεικονίζονται αὐλητρίδες ἐπὶ ἀρχαίων ἀγγείων αὐλοῦσαι ἐν συμποσίοις, ἴδε τὸν κατάλογον τῶν ἐν τῷ Βρετ. Μουσείῳ ἀγγείων ἀρ. 740. Ἴδε Γλωσσ. Παρατ. Κόντου σ. 194.
Greek Monolingual
η
βλ. αυλητής.
Greek Monotonic
αὐλητρίς: -ίδος, ἡ (αὐλέω), κόρη που παίζει αυλό, Λατ. tibicina, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.