ἐπισκάπτω

From LSJ
Revision as of 11:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκάπτω Medium diacritics: ἐπισκάπτω Low diacritics: επισκάπτω Capitals: ΕΠΙΣΚΑΠΤΩ
Transliteration A: episkáptō Transliteration B: episkaptō Transliteration C: episkapto Beta Code: e)piska/ptw

English (LSJ)

A dig superficially, AP9.52 (Carph.).
II. harrow in seed, Gp.2.24.1 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 978] auf der Oberfläche aufgraben, aufhacken, ἐξ ἀσιδήρου χειρὸς ἐπισκάπτων λιτὸν ἔχωσε τάφον Carphyllid. 1 (IX, 52); – zupflügen, Geopon.

French (Bailly abrégé)

1 creuser la terre à la surface, bêcher;
2 façonner les mottes de terre avec le hoyau.
Étymologie: ἐπί, σκάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισκάπτω: (поверхностно) вскапывать, рыть (ἐξ ἀσιδήρου χειρός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκάπτω: σκάπτω ἐπιπολαίως τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ἐδάφους, Ἀνθ. Π. 9. 52. ΙΙ. γυρίζω τὸ χῶμα πρὸς ἐπικάλυψιν τοῦ σπόρου, Λατ. inoccare, Γεωπ. 2. 24.

Greek Monolingual

ἐπισκάπτω (AM) σκάπτω
1. αναποδογυρίζω το χώμα για να καλύψω τον σπόρο
2. (για φυτά) σκάβω γύρω από τη ρίζα και παραχώνω όσες ρίζες βρίσκονται έξω από το έδαφος
αρχ.
σκαλίζω την επιφάνεια του εδάφους.

Greek Monotonic

ἐπισκάπτω: μέλ. -ψω, σκάβω επιφανειακά, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. ψω
to dig superficially, Anth.