ἀλήμων

From LSJ
Revision as of 11:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλήμων Medium diacritics: ἀλήμων Low diacritics: αλήμων Capitals: ΑΛΗΜΩΝ
Transliteration A: alḗmōn Transliteration B: alēmōn Transliteration C: alimon Beta Code: a)lh/mwn

English (LSJ)

[ᾰ], ονος, ὁ, ἡ, (ἀλάομαι) wanderer, rover, ἀλήμονες ἄνδρες Od.19.74; of planets, AP9.25 (Leon.): abs., Od.17.376.—Ep. word.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [gen. -ονος
1 errante, vagabundo πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες Od.19.74, cf. Arat.1101, Man.4.449, Αἰητίνη D.P.490, ἀστέρες AP 9.25 (Leon.), μελάνουροι Opp.H.3.455
en hipálage ἀ. κέλευθος Colluth.214
subst. ἅλις ἧμιν ἀλήμονές εἰσι καὶ ... πτωχοί Od.17.376.
2 desordenado, irregular βότρυς ἐθείρης Nonn.D.1.528, ὀρχηθμός Triph.354.

German (Pape)

[Seite 95] ονος, ὁ, der Landstreicher, Hom. zweimal, Od. 19, 74 πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες, 17, 376 ἦ οὐχ ἅλις ἧμιν ἀλήμονές εἰσι καὶ ἄλλοι, πτωχοὶ ἀνιηροί, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρες; – Sp. D.; – Adj. Col. 210 κέλευθος ἀλ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον, gén. ονος;
errant, vagabond.
Étymologie: ἄλη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλήμων -ονος, ὁ ἀλάομαι zwerver; als specificatie bij ἀνήρ:. ἀλήμονες ἄνδρες zwervers Od. 19.74.

Russian (Dvoretsky)

ἀλήμων: ονος (ᾰ) ὁ странник, скиталец, бродяга (πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλήμων: [ᾰ], -ονος, ὁ, ἡ, (ἀλάομαι) ἀλήτης, πλάνης, ἀλήμονες ἄνδρες, Ὀδ. Τ. 74· περὶ πλανητῶν ἀστέρ., Ἀνθ. Π. 9. 25, καὶ ἀπολ., Ὀδ. Ρ. 376. Λέξις Ἐπ.

English (Autenrieth)

ονος (ἀλάομαι): roving, wandering, wanderer.

Greek Monolingual

ἀλήμων (-ονος), ο, η (Α)
1. αυτός που περιπλανιέται εδώ κι εκεί, πλάνητας
2. αυτός που παρεκτράπηκε, αμαρτωλός, αλήτης
3. πειρατής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλῶμαι «περιπλανώμαι».
ΠΑΡ. αρχ. ἀλημοσύνη.

Greek Monotonic

ἀλήμων: [ᾰ], -ονος, ὁ, ἡ, (ἀλάομαι), περιπλανώμενος, ταξιδευτής, πλάνης, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.

Middle Liddell

ἀλάομαι
a wanderer, rover, Od., Anth.