ἐμποδισμός
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
English (LSJ)
ὁ, hindering, impeding, ταῖς βουλήσεσι Arist.Rh.1378b18; τῶν συμπερασμάτων Id.Top.161a15; ἡδονῶν Secund.Sent.10.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
impedimento, obstáculo, complicación, traba ἔστι ... ὁ ἐπηρεασμὸς ἐ. ταῖς βουλήσεσιν Arist.Rh.1378b18, αἱ ... πράξεις ... ἐμποδισμούς τινας ἔσχον las operaciones sufrieron algunas complicaciones Plb.5.26.1, χωρὶς ἐμποδισμοῦ sin ninguna traba I.AI 16.173, ὅπου ἡ σπουδή, ἐκεῖ καὶ ὁ ἐ. Arr.Epict.4.4.15, ἐμποδισμοὶ συμβήσονται τῷ φυγόντι Doroth.415.1, cf. Vett.Val.189.33, μηδένα τούτοις ἐμποδισμὸν τῆς ἡλικίας ποιούσης sin que para ellos la edad sea un impedimento Iust.Nou.119.2, cf. Eust.1316.53, c. gen. obj. ἐμποδισμοὶ τῶν συμπερασμάτων Arist.Top.161a15, cf. Mnesith.Ath.38.29, Speus.63e, PTeb.28.2 (II a.C.), Ariston.Il.14.376, Gal.19.413, Artem.3.35, ἡδονῶν ἐ. Secund.Sent.17, c. gen. subjet. διὰ οἰκοδομημάτων ἐμποδισμόν por impedirlo las construcciones Hero Dioptr.27.
German (Pape)
[Seite 815] ὁ, das Verhindern, Hinderniß; Arist. rhet. 2, 2; Pol. 5, 16, 6 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action d'empêcher.
Étymologie: ἐμποδίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμποδισμός: ὁ препятствование, противодействие (τινος и τινι Arst., περί τι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμποδισμός: ὁ, ἐμπόδισμα, κώλυμα, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 4, Τοπ. 8. 10, 6.
Greek Monolingual
και αμποδισμός, ο (Α ἐμποδισμός)
εμπόδιση, εμπόδιο
μσν.
1. (ως προσωποπ.) άγριος, σοβαρός άνθρωπος
2. συγκρατημένος («σαν ποταμός χειμωνικός, π' ἀμποδισμό δέν ἔχει», Ροδολίν.).