περιμηχανάομαι
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
prepare very craftily, contrive cunningly, ἄλλο τι… περιμηχανόωνται Od.7.200; δούλιον ἦμαρ ἐμοὶ περιμηχανόωντο 14.340.
German (Pape)
[Seite 583] dep. med., von allen Seiten her sehr listig ersinnen, bereiten; ἄλλο τι δὴ τόδ' ἔπειτα θεοὶ περιμηχανόωνται, Od. 7, 200, wie δούλιον ἦμαρ ἐμοὶ περιμηχανόωντο 14, 340.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
épq. prés. 3ᵉ pl. περιμηχανόωνται, et impf. 3ᵉ pl. περιμηχανόωντο;
machiner ou tramer : τι qch ; τί τινι qqe projet contre qqn.
Étymologie: περί, μηχανάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-μηχανάομαι grondig voorbereiden.
Russian (Dvoretsky)
περιμηχᾰνάομαι: (только эп. 3 л. pl. praes. περιμηχανόωνται и impf. περιμηχανόωντο) замышлять, подстраивать, готовить (τι и τί τινι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
περιμηχᾰνάομαι: ἀποθ., μηχανῶμαι μετὰ πολλῆς πανουργίας, παρασκευάζω μετὰ πολλῆς δεξιότητος, ἄλλο τι ... περιμηχανόωντο Ὀδ. Η. 200· δούλιον ἦμαρ ἐμοὶ περιμηχανόωντο Ξ. 340.
English (Autenrieth)
3 pl. -νόωνται, ipf. -νόωντο: cunningly devise; τινί, ‘against one,’ Od. 14.340 and Od. 7.200.
Greek Monotonic
περιμηχᾰνάομαι: Επικ. γʹ πληθ. παρατ. -μηχανόωντο, αποθ., μηχανεύομαι με πανουργία, επινοώ με δολιότητα, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
epic 3rd pl. imperf. -μηχανόωντο
Dep. to prepare very craftily, contrive cunningly, Od.