παροινία

From LSJ
Revision as of 11:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροινία Medium diacritics: παροινία Low diacritics: παροινία Capitals: ΠΑΡΟΙΝΙΑ
Transliteration A: paroinía Transliteration B: paroinia Transliteration C: paroinia Beta Code: paroini/a

English (LSJ)

ἡ, drunken behaviour, Lys.1.45, X.Smp.6.1 sq., Amphis 29, D.10.198, Aeschin. 1.61; π. εἰς γυναῖκα ἐλευθέραν Id.2.4.

German (Pape)

[Seite 525] ἡ, schlechtes Betragen beim Gelage, die schimpfliche Behandlung; schlechte Aufführung wie die eines Trunkenbolds, εὐτελἔς γὰρ δεῖπνον οὐ ποιεῖ παροινίαν, Ath. X, 421 a; Xen. Conv. 6, 1; Aesch. 1, 61; Dem. 19, 198 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
excès auxquels on se porte dans l'ivresse, insulte d'un homme pris de vin.
Étymologie: πάροινος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροινία -ας, ἡ [πάροινος] dronkenschap. mishandeling (onder invloed).

Russian (Dvoretsky)

παροινία:бесчинство в пьяном виде, пьяный разгул Lys., Xen., Aeschin.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ πάροινος
1. η σκαιά και υβριστική συμπεριφορά του μεθυσμένου, οι κακοί τρόποι, τα κακά φερσίματά του («εὐτελὲς δεῖπνον οὐ ποιεῖ παροινίαν», Αισχίν.)
2. (γενικά) η συμπεριφορά σκληρού, παράφορου, τρελού ανθρώπου.

Greek Monotonic

παροινία: ἡ, συμπεριφορά μέθυσου, παράλογη συμπεριφορά, μανία μέθυσου, ευθυμία από κατάσταση μέθης, σε Ξεν. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

παροινία: ἡ, συμπεριφορὰ μεθύσου, κακοτροπία καὶ ὑβριστικὸς τρόπος αὐτοῦ, Λυσ. 96. 1, Ξενοφ. Συμπ. 6, 1 κἑξ., Ἄμφις ἐν «Πανὶ» 1, Αἰσχίν. 9. 19· π. ἐς γυναῖκα ἐλευθέραν ὁ αὐτ. 28. 39. - Καθ’ Ἡσύχιον: «παροινία· ἡ ἐκ τοῦ οἴνου ὕβρις, καὶ οἱαδήποτε ἁμαρτία», καὶ «παροινίαι· κρεπάλαι. ὕβρεις ἀπὸ οἴνου».

Middle Liddell


drunken behaviour, drunken violence, a drunken frolic, Xen., etc.

English (Woodhouse)

drunken behaviour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)