ψεφηνός

From LSJ
Revision as of 11:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψεφηνός Medium diacritics: ψεφηνός Low diacritics: ψεφηνός Capitals: ΨΕΦΗΝΟΣ
Transliteration A: psephēnós Transliteration B: psephēnos Transliteration C: psefinos Beta Code: yefhno/s

English (LSJ)

ψεφηνή, ψεφηνόν, dark, obscure, metaph. of a person, Pi.N.3.41 codd. (-εινός Bgk., -εννός Pors.).

German (Pape)

[Seite 1396] duukel, finster; unbekannt, niedrig, Pind. N. 3, 39 ἀνήρ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
obscur.
Étymologie: ψέφος.

Russian (Dvoretsky)

ψεφηνός: досл. темный, перен. безвестный, незнатный (ἀνήρ Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ψεφηνός: -ή, -όν, σκοτεινός, ἀμαυρός, ἀμυδρός, μεταφορ., ἐπὶ προσώπου, Πινδ. Ν. 3. 71.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
μτφ. (για πρόσ.) αμυδρός, άγνωστος, ταπεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + κατάλ. -ηνός (πρβλ. χαλικηνός). Ο τ. έχει διορθωθεί σε ψεφεννός (< ψεφεσνός)].

Greek Monotonic

ψεφηνός: -ή, -όν, σκοτεινός, μαύρος, αμυδρός, λέγεται μεταφ. για άνθρωπο, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ψεφηνός, ή, όν
dark, obscure, of a person, Pind.