σπουδαρχίδης

From LSJ
Revision as of 11:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδαρχίδης Medium diacritics: σπουδαρχίδης Low diacritics: σπουδαρχίδης Capitals: ΣΠΟΥΔΑΡΧΙΔΗΣ
Transliteration A: spoudarchídēs Transliteration B: spoudarchidēs Transliteration C: spoudarchidis Beta Code: spoudarxi/dhs

English (LSJ)

σπουδαρχίδου, ὁ, comic Patronymic of σπουδαρχίας, son of a placeman, Ar.Ach.595.

German (Pape)

[Seite 925] ὁ, komisch zu σπουδάρχης gebildetes Patronymicum, Herrschsüchterling, Ar. Ach. 570, von Phryn. in B. A. 63, 18 erkl. ὁ σπουδάζων ἐπὶ τὰς ἀρχάς; auch von Libsn. ep. 394 u. Greg. Naz. gebraucht.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
patron. com. fils d'intrigant.
Étymologie: σπουδάρχης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπουδαρχίδης -ου, ὁ [σπουδή, ἄρχω] komisch patroniem, ‘zoon van iemand die ziekelijk een politieke loopbaan najaagt’: zoon van een baantjesjager.

Russian (Dvoretsky)

σπουδαρχίδης: ου ὁ ирон. сын карьериста-интригана Arph.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
1. ο γιος εκείνου που αγωνίζεται να καταλάβει αξιώματα, δημόσιες θέσεις, ο μικρός θεσιθήραςπολίτης χρηστός, οὐ σπουδαρχίδης», Αριστοφ.)
2. ο σπουδάρχης, ο θεσιθήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδάρχης + επίθημα -ίδης (πρβλ. μισθαρχίδης)].

Greek Monotonic

σπουδαρχίδης: -ου, ὁ, κωμ. πατρωνυμ. του σπουδάρχης, γιος του θεσιθήρα, μικρός θεσιθήρας, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σπουδαρχίδης: -ου, κωμικὸν πατρωνυμικὸν τοῦ σπουδάρχου, υἱὸς τοῦ ἐπιζητοῦντος θέσεις, μικρὸς θεσιθήρας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 595· πρβλ. Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 5, σ. 38, καὶ ἴδε στρατωνίδης, μισθαρχίδης.

Middle Liddell

σπουδαρχίδης, ου, ὁ, [from σπουδάρχης
comic Patronymic of σπουδάρχης, son of placeman, Ar.