εὐκηλήτειρα
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
English (LSJ)
ἡ, (κηλέω) she that lulls or soothes, παίδων εὐ. Hes. Op.464.
German (Pape)
[Seite 1074] ἡ, die Besänftigerinn, παίδων Hes. O. 466. Vgl. Plut. Symp. 3, 9, 1.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
qui apaise par des caresses, qui charme.
Étymologie: εὖ, κηλέω.
Russian (Dvoretsky)
εὐκηλήτειρα: ἡ убаюкивающая, успокаивающая (εὐ. παίδων Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκηλήτειρα: ἡ, (εὔκηλος) ἡ κηλοῦσα, θέλγουσα ἢ καταπραΰνουσα, παίδων εὐκηλήτειρα, «ἡ καλῶς θέλγουσα τοὺς παῖδας» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 462, πρβλ. Πλούτ. 2. 657D· «εὐκηλήτειρα· ἡσυχάστρια» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
εὐκηλήτειρα, ἡ (Α)
αυτή που θέλγει, που γαληνεύει, που καταπραΰνει («παίδων εὐκηλήτειρα», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κηλήτειρα, θηλ. του κηλήτωρ (< κηλώ «θέλγω»)].
Greek Monotonic
εὐκηλήτειρα: ἡ (κηλέω), αυτή που αποκοιμίζει, νανουρίζει ή κατευνάζει, ησυχάζει, σε Ησίοδ.