βροντησικέραυνος

From LSJ
Revision as of 11:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βροντησικέραυνος Medium diacritics: βροντησικέραυνος Low diacritics: βροντησικέραυνος Capitals: ΒΡΟΝΤΗΣΙΚΕΡΑΥΝΟΣ
Transliteration A: brontēsikéraunos Transliteration B: brontēsikeraunos Transliteration C: vrontisikeravnos Beta Code: bronthsike/raunos

English (LSJ)

βροντησικέραυνον, sending thunder and lightning, Νεφέλαι Ar.Nu.265 (anap.).

Spanish (DGE)

-ον
portador de rayos y truenos Νεφέλαι Ar.Nu.265.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
chargé de foudre et de tonnerre (nuage).
Étymologie: βροντάω, κεραυνός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βροντησικέραυνος -ον βροντάω, κεραυνός die dondert en bliksemt.

German (Pape)

νεφέλαι Ar. Nub. 266, Blitz donnernd.

Russian (Dvoretsky)

βροντησικέραυνος: испускающий гром и молнии, т. е. грозовой (νεφέλαι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

βροντησικέραυνος: -ον, ὁ ἐκπέμπων βροντὴν καὶ ἀστραπὴν ἢ κεραυνόν, νεφέλη Ἀριστοφ. Νεφ. 265.

Greek Monolingual

βροντησικέραυνος, -ον (Α)
(για τα σύννεφα) εκείνος που φέρνει βροντές και κεραυνούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροντησι- < βροντώ + -κεραυνός < κεραυνός (πρβλ. τερψίμβροτος)].

Greek Monotonic

βροντησικέραυνος: -ον, αυτός που στέλνει αστραπές και κεραυνούς, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


sending thunder and lightning, Ar.