πεντάχρονος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
πεντάχρονον, consisting of five time-units, ῥυθμός D.H.Comp. 25; πούς Heph.3.2.
German (Pape)
[Seite 557] fünfzeitig, ῥυθμός, D. Hal. C. V. p. 238.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάχρονος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ πέντε διαφόρων χρόνων, ῥυθμὸς Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σ. 205R. ΙΙ. ὁ ἔχων πέντε ἡλικίας, ἐπὶ τοῦ μυθολογουμένου πτηνοῦ φοίνικος, Χρησμ. Σιβ. 8. 139.
Greek Monolingual
-η, -ο / πεντάχρονος, -ον, ΝΑ
(για μουσικό ρυθμό ή ποιητικό μέτρο) αυτός που συνίσταται σε πέντε πρώτους χρόνους, ο πεντάσημος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει διάρκεια ή ηλικία πέντε χρόνων, πενταετής (α. «πεντάχρονο παιδί» β. «πεντάχρονη συμφωνία»)
2. αυτός που γίνεται ή εκτελείται σε πέντε χρόνους
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεντάχρονα- η πέμπτη επέτειος ενός σημαντικού συνήθως γεγονότος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + χρόνος (πρβλ. τρίχρονος)].