ἐμμετρία
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
ἡ, fit measure, opp. ἀμετρία, Pl.R. 486d, Phlb.52c.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
moderación, mesura Pl.Phlb.52c, R.486d
•ret. proporción τῶν περιόδων D.H.Comp.26.1.
German (Pape)
[Seite 808] ἡ, das Ebenmaaß, Plat. Phileb. 52 c; Gegensatz von ἀμετρία, Rep. VI, 486 d.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
proportion, juste mesure.
Étymologie: ἔμμετρος.
Russian (Dvoretsky)
ἐμμετρία: ἡ размеренность, соразмерность Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμετρία: ἡ, προσῆκον μέτρον, ἀναλογία, Πλάτ. Πολ. 486D, Φιλ. 52C.
Greek Monolingual
ἐμμετρία, η (Α)
συμμετρία, αναλογία.
Greek Monotonic
ἐμμετρία: ἡ, αρμόζον ή κατάλληλο μέτρο, αναλογία, συμμετρία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἐμμετρία, ἡ,
fit measure, proportion, Plat. [from ἔμμετρος