γνάψις
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
-εως, ἡ, dressing of cloth, Pl.Plt. 282e, Sch.Ar.Pl.166.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 en el telar apresto de las hebras de la urdimbre πρὸς τὴν τῆς γνάψεως ὁλκήν Pl.Plt.282e, παρὰ τὴν τοῦ φάρους γνάψιν Sch.Ar.Pl.166, περὶ γνάψιν ἱματίων Plu.2.99d.
2 taller del batanero, SB 9834.b.3 (IV d.C.).
Greek Monolingual
γνάψις, η (Α) γνάπτω
κατεργασία και ύφανση μαλλιού, λιναριού κ.λπ.
German (Pape)
weichere Form für κνάψις.