σηψιδακής
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
σηψιδακές, causing mortification by its bite, φαλάγγιον Pl. ap. Arist.Top.140a4.
German (Pape)
[Seite 876] ές, durch den Biß Fäulniß verursachend, φαλάγγιον, Plat. bei Arist. top. 6, 2.
Russian (Dvoretsky)
σηψῐδακής: 2, v.l. σηψῐδακίς причиняющий своим укусом нагноение (τό φαλάγγιον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σηψῐδᾰκής: -ές, ὁ ἐπιφέρων σῆψιν διὰ τοῦ δήγματος, φαρμακερός, Πλάτων παρ’ Ἀριστ. ἐν Τοπ. 6. 2, 4.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για ερπετά) αυτός που προκαλεί σήψη με το δήγμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῆψις + -δακής (< δάκος, τὸ, «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. λαιμοδακής, σαρκοδακής].