ὀρφνός
From LSJ
εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep
English (LSJ)
ὀρφνή, ὀρφνόν, dark, dusky, Nic.Th.656: Comp. ὀρφνότερος Id.Fr.74.61.
German (Pape)
[Seite 389] (vgl. ὄρφνη, furvus), finster, dunkel, schwarz, dunkelbraun, Nic. Ther. 656 u. einzeln bei a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρφνός: -ή, -όν, σκοτεινός, μέλας, ὡς τὸ ὄρφνινος, Νικ. Θ. 656· ― συγκρ. ὀρφνότερος, ὁ αὐτ. παρ’ Ἀθην. 684C.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀρφνός, -ή, -όν) όρφνη
αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, σκούρος.