ἔνσωμος
From LSJ
English (LSJ)
ἔνσωμον, = ἐνσώματος, ἐ. φράσις materialistic language, Zos. Alch.p.228B.
Spanish (DGE)
-ον
I 1corpóreo ὕλη Olymp.Alch.97.4.
II 1corporal, e.d., humano φράσις op. ἀσώματος Zos.Alch.Comm.Gen.1.2, 55, φύσις Ath.Al. en Doct.Patr.p.328.8.
2 encarnado, hecho carne δείκνυσιν ... αὐτὸς (ὁ Χριστός) ἑαυτὸν ἔνσαρκον, ἔνσωμον Eus.DE 3.4 (p.115), cf. Theoph.3 (p.5), Sch.D.T.465.12.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἔνσωμος: -ον, = ἐνσώματος, Εὐσέβ. ἐν Ἀποδείξει Εὐαγγ. 108D.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔνσωμος, -ον) σώμα
ενσώματος
μσν.
αισθητός, ζωντανός
αρχ.
φρ. «ἔνσωμος φράσις» — έκφραση που αναφέρεται με άμεσο τρόπο στα πράγματα, στην ουσία.