αἰναρέτης
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
αἰναρέτου, ὁ, (αἰνός) terribly brave, voc. -έτη (v.l.-έτα) Il.16.31.
Spanish (DGE)
(αἰνᾰρέτης) -ου, ὁ
• Morfología: [voc. sg. αἰναρέτη Il.16.31]
terriblemente valeroso de Aquiles Il.16.31, cf. Sch.Er.ad loc., Πέρσαι Vit.Pi.9.12.
French (Bailly abrégé)
voc. αἰναρέτη;
au courage terrible.
Étymologie: αἰνός, ἀρετή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰναρέτης -ου, ὁ αἰνός, ἀρετή vocat. -έτη, wiens dapperheid tot onheil leidt, ‘ongeluksheld’.
German (Pape)
voc. αἰναρέτη, du schrecklich tapferer, Il. 16.31 (ἅπαξ εἰρημ.); Aristonic. Scholl. ἡ διπλῆ, ὅτι τινὲς γράφουσιν αἴν' ἀρετῆς, καὶ ἐκφέρουσι κατὰ τὸ περισπώμενον, ἵν' ᾖ πρότερον αἰνέ, εἶτα πρὸς τὰ κάτω ἀρετῆς τί σευ ἄλλος ὀνήσεται πιθανώτερον δὲ συνθέτως αἰναρέτη, ἐπὶ κακῷ τὴν ἀρετὴν ἔχων.
Russian (Dvoretsky)
αἰνᾰρέτης: ου ὁ храбрец всем на горе Hom.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνᾰρέτης: -ου, ὁ (αἰνός) = σφόδρα γενναῖος, Ἰλ. Π. 31: - οὕτω καὶ αἰνάρετος θάνατος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 425.
English (Autenrieth)
(αἰνός, ἀρετή), only voc. αἰναρέτη: woful-valorous, of Achilles' misdirection of his might from the battle-field to the nursing of his wrath, Il. 16.31†.
Greek Monotonic
αἰνᾰρέτης: -ου, ὁ (αἰνός, ἀρετή), τρομερά γενναίος, σε Ομήρ. Ιλ.