σύγχρονος
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
σύγχρονον, contemporaneous, Max.Tyr.15.1, Nonn. D.3.385, 41.364.
German (Pape)
[Seite 972] gleichzeitig, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 contemporain;
2 t. de gramm. simultané, ou qui est au même temps.
Étymologie: σύν, χρόνος.
Greek (Liddell-Scott)
σύγχρονος: -ον, ὁ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον ζῶν, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 14.
Greek Monolingual
-η, -ο / σύγχρονος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει στην ίδια χρονική στιγμή ή περίοδο με άλλον ή έχει την ίδια ηλικία με άλλον
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται την ίδια χρονική στιγμή με άλλον, ταυτόχρονος
2. αυτός που ανήκει στην παρούσα εποχή, που ακολουθεί το ρεύμα της εποχής κατά την οποία ζει, προοδευτικός («σύγχρονες αντιλήψεις» — υπ' αυτήν την έννοια η λέξη συγχέεται ή και ταυτίζεται συχνά με το επίθ. μοντέρνος)
3. το ουδ. ως ουσ. σύγχρονο
γεωλ. το ολόκαινο
4. φρ. «σύγχρονη ηλεκτρική μηχανή»
(ηλεκτρολ.) ηλεκτρική μηχανή με ρότορα του οποίου η γωνιακή ταχύτητα είναι πάντοτε ίση ή ακέραιο πολλαπλάσιο, ή υποπολλαπλάσιο, της κυκλικής συχνότητας του εναλλασσόμενου ρεύματος.
επίρρ...
συγχρόνως και σύγχρονα Ν
κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χρονος (< χρόνος), πρβλ. ἔγχρονος].