παραιτητής
From LSJ
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
English (LSJ)
παραιτητοῦ, ὁ, intercessor, Ph.1.598, 2.160, Plu.Sull.26.
German (Pape)
[Seite 480] ὁ, der Bittende, Abbittende, Philo; – der für einen Andern bittet, Plut. Sull. 26.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
qui intercède pour un autre.
Étymologie: παραιτέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραιτητής -οῦ, ὁ [παραιτέομαι] voorspreker.
Russian (Dvoretsky)
παραιτητής: οῦ ὁ заступник, ходатай Plut.
Greek Monolingual
ὁ, Α παραιτούμαι
άτομο που μεσιτεύει, που μεσολαβεί προκειμένου να αποδοθεί χάρη σε κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
παραιτητής: -οῦ, ὁ, διαμεσολαβητής, μεσίτης, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
παραιτητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὑπέρ τινος χάριν αἰτούμενος, μεσιτεύων ὑπέρ τινος, Φίλων 1. 598, 2. 160, Πλουτ. Σύλλ. 26.
Middle Liddell
παραιτητής, οῦ, ὁ,
an intercessor, Plut.