παραιτητής

From LSJ
Revision as of 11:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραιτητής Medium diacritics: παραιτητής Low diacritics: παραιτητής Capitals: ΠΑΡΑΙΤΗΤΗΣ
Transliteration A: paraitētḗs Transliteration B: paraitētēs Transliteration C: paraititis Beta Code: paraithth/s

English (LSJ)

παραιτητοῦ, ὁ, intercessor, Ph.1.598, 2.160, Plu.Sull.26.

German (Pape)

[Seite 480] ὁ, der Bittende, Abbittende, Philo; – der für einen Andern bittet, Plut. Sull. 26.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
qui intercède pour un autre.
Étymologie: παραιτέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραιτητής -οῦ, ὁ [παραιτέομαι] voorspreker.

Russian (Dvoretsky)

παραιτητής: οῦ ὁ заступник, ходатай Plut.

Greek Monolingual

ὁ, Α παραιτούμαι
άτομο που μεσιτεύει, που μεσολαβεί προκειμένου να αποδοθεί χάρη σε κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

παραιτητής: -οῦ, ὁ, διαμεσολαβητής, μεσίτης, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

παραιτητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὑπέρ τινος χάριν αἰτούμενος, μεσιτεύων ὑπέρ τινος, Φίλων 1. 598, 2. 160, Πλουτ. Σύλλ. 26.

Middle Liddell

παραιτητής, οῦ, ὁ,
an intercessor, Plut.