παραιτητής
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
παραιτητοῦ, ὁ, intercessor, Ph.1.598, 2.160, Plu.Sull.26.
German (Pape)
[Seite 480] ὁ, der Bittende, Abbittende, Philo; – der für einen Andern bittet, Plut. Sull. 26.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
qui intercède pour un autre.
Étymologie: παραιτέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραιτητής -οῦ, ὁ [παραιτέομαι] voorspreker.
Russian (Dvoretsky)
παραιτητής: οῦ ὁ заступник, ходатай Plut.
Greek Monolingual
ὁ, Α παραιτούμαι
άτομο που μεσιτεύει, που μεσολαβεί προκειμένου να αποδοθεί χάρη σε κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
παραιτητής: -οῦ, ὁ, διαμεσολαβητής, μεσίτης, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
παραιτητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὑπέρ τινος χάριν αἰτούμενος, μεσιτεύων ὑπέρ τινος, Φίλων 1. 598, 2. 160, Πλουτ. Σύλλ. 26.
Middle Liddell
παραιτητής, οῦ, ὁ,
an intercessor, Plut.