δυσοίκητος
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
δυσοίκητον, bad to dwell in, Hp.Aër.19, X.Cyr.8.6.21.
Spanish (DGE)
-ον
inhabitable, difícilmente habitable (τὰ ὄρεα) Hp.Aër.19 (v.l.), cf. X.Cyr.8.6.21, Str.2.5.26, 9.2.23.
German (Pape)
[Seite 685] unwohnlich, Xen. Cyr. 8, 6, 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inhabitable.
Étymologie: δυσ-, οἰκέω.
Russian (Dvoretsky)
δυσοίκητος: непригодный для жилья, необитаемый (τὰ πέρατα διὰ ψῦχος δυσοίκητα Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσοίκητος: -ον, ἀκατοίκητος, ἐνῷ δὲν δύναταί τις εὐκόλως νὰ κατοικήσῃ, Ἱππ. Ἀέρ. 291. Ξεν. Κύρ. 8, 6, 21.
Greek Monolingual
δυσοίκητος, -ον (Α)
εκείνος στον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να κατοικήσει.
Greek Monotonic
δυσοίκητος: -ον, ακατάλληλος για διαμονή, ακατοίκητος, σε Ξεν.
Middle Liddell
δυσ-οίκητος, ον
bad to dwell in, Xen.