περιείρω
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
insert or fix round, περὶ γόμφους π. τὰ ξύλα Hdt.2.96.
German (Pape)
[Seite 574] (s. εἴρω), rings umher einreihen, einfügen, περὶ γομφοὺς πυκνοὺς περιείρουσι τὰ διπήχεα ξύλα, Her. 2, 96.
French (Bailly abrégé)
attacher ou suspendre autour : τι περί τι attacher une chose autour d'une autre.
Étymologie: περί, εἴρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-είρω rondom rijgen.
Russian (Dvoretsky)
περιείρω: кругом нанизывать, надевать: περὶ γόμφους τὰ ξύλα π. Her. скреплять доски гвоздями.
Greek Monolingual
Α
συναρμόζω, παρεμβάλλω γύρω γύρω («περὶ γόμφους πυκνοὺς καὶ μακροὺς περιείρουσι τὰ διπήχεια ξύλα», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + εἴρω (Ι) «συναρμόζω, παρεμβάλλω».
Greek Monotonic
περιείρω: παρεμβάλλω ή προσαρμόζω ολόγυρα, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
περιείρω: παρεμβάλλω ἢ προσαρμόζω ὁλόγυρα, περὶ γόμφους π. τὰ ξύλα Ἡρόδ. 2. 96.