προσυπεργάζομαι

From LSJ
Revision as of 12:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσυπεργάζομαι Medium diacritics: προσυπεργάζομαι Low diacritics: προσυπεργάζομαι Capitals: ΠΡΟΣΥΠΕΡΓΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: prosypergázomai Transliteration B: prosypergazomai Transliteration C: prosypergazomai Beta Code: prosuperga/zomai

English (LSJ)

prepare the ground for another, Plu.Sol.12.

German (Pape)

[Seite 785] dep. med., unvermerkt wozu einrichten, Sp.

French (Bailly abrégé)

préparer pour, faciliter à, rég. ind. au dat.
Étymologie: πρός, ὑπεργάζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-υπεργάζομαι voorwerk doen voor, met dat.

Russian (Dvoretsky)

προσυπεργάζομαι: предварительно устраивать, подготовлять: π. τινί τινος Plut. совершать подготовительную работу для кого-л. в чем-л. (v.l. προϋπεργάζομαι).

Greek (Liddell-Scott)

προσυπεργάζομαι: ἀποθ., ὑπεργάζομαι χάριν τινός, ἀμφίβ. παρὰ Πλουτ. ἐν Σόλ. 72, ἀντὶ προϋπ-.

Greek Monolingual

Α
προετοιμάζω το έδαφος για κάποιον άλλο («πολλὰ προσυπειργάσατο καὶ προωδοποίησεν αὐτῷ τῆς νομοθεσίας», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὑπεργάζομαι «προετοιμάζω τη γη για τη σπορά»].