ἐξερύκω
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
[ῡ], ward off, repel, τὰ κακά S.Ph.423.
German (Pape)
[Seite 878] abhalten, τὰ κακά Soph. Phil. 421.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐξήρυκον;
écarter, repousser.
Étymologie: ἐξ, ἐρύκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξερύκω: (ῡ) удерживать, отклонять (τὰ κακά Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξερύκω: ῡ, ἀποκρούω, ἀπωθῶ, τά γε κείνων κάκ’ ἐξήρυκε Σοφ. Φιλ. 423.
Greek Monolingual
ἐξερύκω (Α) ερύκω
απωθώ, απομακρύνω.
Greek Monotonic
ἐξερύκω: [ῡ], μέλ. -ξω, αποκρούω, απωθώ, σε Σοφ.