τερατεύομαι

From LSJ
Revision as of 13:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτεύομαι Medium diacritics: τερατεύομαι Low diacritics: τερατεύομαι Capitals: ΤΕΡΑΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: terateúomai Transliteration B: terateuomai Transliteration C: terateyomai Beta Code: terateu/omai

English (LSJ)

talk marvels, Ar.Eq.627, Ra.834; ἀποθαυμάζων καὶ τ. Aeschin.1.94; τ. τῷ σχήματι indulge in strange gesticulation, Id.2.49; ψεύδεται καὶ τ. ib.98, cf. 3.160; ἐν τοῖς ὀνόμασι Gal. 15.787: c. acc., οἱ τερατεύεσθαί τι πρὸς τοὺς πολλοὺς βουλόμενοι Epicur.Ep.2p.53U.; τὰ τοιαῦτα Agatharch.7; τοὺς γρῦπας Sch.A.Pr. 803.

German (Pape)

[Seite 1092] seltener act., von widernatürlichen, wunderbaren Dingen od. abenteuerlichen Begebenheiten erzählen, Gaukelei treiben, u. überh. aufschneiden, prahlend lügen; Ar. Equ. 625 Ran. 833; ἀποθαυμάζων καὶ τερατευόμενος, ein Wunder daraus machend, Aesch. 1, 94 (dagegen τερατευσάμενος τῷ σχήματι, 2, 49, affectirt, vornehm thuend); Pol. 2, 56, 10. Vgl. Jac. Ach. Tat. 970.

French (Bailly abrégé)

raconter des choses extraordinaires ou invraisemblables ; mentir, duper, tromper.
Étymologie: τέρας.

Russian (Dvoretsky)

τερᾰτεύομαι:
1 рассказывать чудеса, морочить (ἐν ταῖς τραγῳδίαισιν Arph.; ψεύδεσθαι καὶ τ. Aeschin.);
2 чудить Plut.: τ. τῷ σχήματι Aeschin. жеманничать, манерничать.

Greek (Liddell-Scott)

τερατεύομαι: ἀποθετ., τερατολογῶ, λέγω ὑπερθαύμαστα καὶ ἀλλόκοτα πράγματα, μεγαλορρημονῶ, portenta loqui, Ἀριστοφάν. Ἱππ. 627, Βάτρ. 834· ἀποθαυμάζων καὶ τερατ. Αἰσχίν. 13. 29 τ. τῷ σχήματι, κάμνω παραδόξους χειρονομίας, ὁ αὐτ. 34. 26· ψεύδεται καὶ τ. ὁ αὐτ. 41. 9, πρβλ. 76. 23.

Greek Monolingual

ΜΑ τέρας, -ατος]
διηγούμαι θαυμαστά και αλλόκοτα πράγματα, τερατολογώ.

Greek Monotonic

τερᾰτεύομαι: (τέρας), αποθ., μιλώ για θαυμαστά και αλλόκοτα πράγματα, Λατ. portenta loqui, σε Αριστοφ., Αισχίν.· τερατεύομαι τῷ σχήματι, συνηθίζω να κάνω παράδοξες χειρονομίες, σε Αισχίν.

Middle Liddell

τερᾰτεύομαι, τέρας
Dep. to talk marvels, Lat. portenta loqui, Ar., Aeschin.; τ. τῷ σχήματι to indulge in marvellous gesticulation, Aeschin.