τέλομαι
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
English (LSJ)
= ἔσομαι, SIG527.46 (Drerus, iii B.C.); τέλεται, = ἔσται, GDI5040.67 (Hierapytna): also 3sg. τένται Abh.Berl.Akad.1925 (5).21, Berl.Sitzb.1927.158, 164 (all Cyrene): cf. συντέλομαι. (Dor. form of πέλομαι.)
Greek Monolingual
και κυπριακός τ. γ' εν. τένται Α
(ενεστ. με σημ. μέλλ.) θα είμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστωτικός τ. με σημ. μέλλοντα, που χρησιμοποιήθηκε ως μέλλοντας του εἰμί στην κρητική διάλεκτο (πρβλ. εἶμι, νέομαι «θα επανέλθω»). Ο τ. τέλομαι ανάγεται στην ΙΕ ρίζα kwel- «στρέφω, περιφέρομαι» και είναι ταυτόσημος με τον ομηρικό ενεστ. πέλομαι (που εμφανίζει αρκτικό χειλικό π- αντί του αναμενόμενου τ-, κατά τα ισχύοντα στην αιολ. διάλεκτο). Στην κυπριακή, ωστόσο, διάλεκτο μαρτυρείται τ. γ' ενικού προσώπου τένται, αθέματος τ. ο οποίος έχει προέλθει φωνητικά από αμάρτυρο τέλται < τέλεται, πιθ. κατά το γ' ενικό ἔσται-, του μέλλ. ἔσομαι. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, ο τ. έχει προέλθει από συγκοπή. Για την εξέλιξη της σημ. του ρ. αναφορικά προς τη σημ. της ρίζας πρβλ. και πέλομαι «γυρίζω περιφέρομαι» αλλά και «υπάρχω, είμαι, γίνομαι»].
Frisk Etymology German
τέλομαι: {télomai}
Forms: 3. sg. τέλεται, auch m. συν-,
Grammar: v.
Meaning: = ἔσομαι, ἔσται (Kreta).
Etymology: Mit äol. πέλομαι (s. d.) identisch, somit eig. ich werde mit Futurbedeutung (vgl. Schwyzer-Debrunner 265). Dazu τένται ib. (Kyrene), zunächst aus *τέλται (Schwyzer 213), nach Meillet BSL 32, 198 alte athemat. Form wie ἔσται (dazu τέλομαι nach Schwyzer 780 mit Bechtel Dial. 2, 792 u.a. kurzvokalischer Konjunktiv; ganz unwahrscheinlich), was sehr auffallend wäre; eher mit Fraenkel Glotta 20, 89 ff. zu τέλομαι nach dem synonymen Formenpaar ἔσομαι: ἔσται. Nach Szemerényi Syncope 165ff. (m. ausführlicher Beh.) dagegen aus τέλεται synkopiert. Mit θ-Erweiterung (Schw. 703) τελέθω hervorkommen, erscheinen, werden, sein (ep. poet. seit Il., auch ion. u. dor. Prosa); zur terminativen Bed. Chantraine Gramm. hom. 1, 327. — Daneben als alte Primärbildungen 1. τέλος (s. d.) und τελετή f. feierlicher Ritus, Weihe (Pi., ion. att.) mit τελετάρχης m. Vorsteher der τελεταί (sp.), τελετής = τελεστής der die Weihe vollbringt (hell. u. sp.; vgl. zu Euphron. 1 [Coll. Alex. 177]), eig. Bed. ‘(feierliche) Verrichtung, Vollbringung’ ?; vgl. lat. cultus zu colō, aind. cáraṇam n. auch ‘(liturgische) Verrichtung, religiöse Zeremonie’ (zu cárati, -te = colit, τέλεται); andere Hypothesen von Harrison Class-Rev. 28, 36ff.: eig. Ritus der Reife (vgl. τέλειος), von Kretschmer Glotta 26, 68 (m. Lit.): eig. Beendigung, Vollziehung: S. noch 3. τέλλω und τελέω (zu 1. τέλος). Das Paar τέλος: τελετή wie γένος: γενετή.
Page 2,870-871