κηφηνώδης

From LSJ
Revision as of 06:29, 26 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηφηνώδης Medium diacritics: κηφηνώδης Low diacritics: κηφηνώδης Capitals: ΚΗΦΗΝΩΔΗΣ
Transliteration A: kēphēnṓdēs Transliteration B: kēphēnōdēs Transliteration C: kifinodis Beta Code: khfhnw/dhs

English (LSJ)

κηφηνῶδες, like (that of) a drone, ἐπιθυμία Pl.R. 554b; of theories, useless, otiose, Cleom.2.1; of a person, κ. καὶ γέρων γενόμενος Phld.Mort.38.

German (Pape)

[Seite 1436] ες, drohnenartig; ἐπιθυμίαι Plat. Rep. VIII, 554 b; τὸν τρόπον Ael. H. A. 1, 10. Vgl. κηφήν.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 de frelon, semblable à un frelon;
2 p. suite inutile.
Étymologie: κηφήν, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηφηνώδης -ες [κηφήν] als van een dar.

Russian (Dvoretsky)

κηφηνώδης: трутнеобразный, ведущий себя подобно трутню (ἐπιθυμίαι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

κηφηνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κηφῆνα, Πλάτ. Πολ. 554Β.

Greek Monolingual

κηφηνώδης, -ῶδες (Α) κηφήν
1. αυτός που μοιάζει με κηφήνα («κηφηνώδεις ἐπιθυμίας ἐν αὐτῷ διὰ τὴν ἀπαιδευσίαν μὴ φῶμεν ἐγγίγνεσθαι», Πλάτ.)
2. (για θεωρίες) ανάξιος λόγου, άχρηστος, ανωφελής
3. (για πρόσ.) αργός, νωθρόςκηφηνώδης καὶ γέρων γενόμενος», Φιλόδ.).

Greek Monotonic

κηφηνώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με κηφήνα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

κηφην-ώδης, ες εἶδος
like a drone, Plat.