λογοποιός

From LSJ
Revision as of 12:03, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογοποιός Medium diacritics: λογοποιός Low diacritics: λογοποιός Capitals: ΛΟΓΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: logopoiós Transliteration B: logopoios Transliteration C: logopoios Beta Code: logopoio/s

English (LSJ)

ὁ,
A prose-writer; esp. historian, chronicler, Id.R.392a, Isoc.5.109, 11.37; applied by Hdt. to Hecataeus, 2.143, 5.36,125; to Hdt. himself by Arr.An.3.30.8.
2 writer of fables, Αἴσωπος ὁ λ. Hdt.2.134, cf. Plu.Sol.28.
II at Athens, = λογογράφος ΙΙ, professional speechmaker, Pl.Euthd.289d.
2 with collat. sense of tale-teller, newsmonger, D.24.15, Thphr. Char.8.1, Plu.Nic.30.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
I. prosateur, particul. historien en prose;
II. qui compose des histoires, particul. :
1 fabuliste;
2 qui invente des mensonges ou conte des histoires, nouvelliste.
Étymologie: λόγος, ποιέω.

German (Pape)

Worte, Reden machend;
a im Gegensatz des epischen Dichters, Geschichtswerke verfassend, von den ältesten Geschichtschreibern vor Herodot, wie λογογράφος, Her. 2.143, 5.36, 125, von Hekatäus; Isocr. 11.37; Harp. crkl. ὁ ὑφ' ἡμῶν ἱστορικὸς λεγόμενος; Arr. 3.30.8 nennt auch den Herodot so.
b der für Andere Reden verfertigt, die sie vor Gericht halten sollen, Plat. Euthyd. 289e.
c Fabeldichter, wie Aesop, Her. 2.134. – Später gew. Einer, der Gerüchte erdichtet, lügnerisch Falsches verbreitet, auch Klätscher, Neuigkeitskrämer, Din. 1.35, Dem. 24.15 und A.
d überhaupt der prosaische Schriftsteller, wie Schol. Ar. Plut. 1144, οὐ μόνον παρὰ ποιηταῖς, ἀλλὰ καὶ λογοποιοῖς, und sp. Gramm.

Russian (Dvoretsky)

λογοποιός:
1 писатель-прозаик (καὶ ποιηταὶ καὶ λογοποιοί Plat.);
2 (= λογογράφος
1 летописец, автор исторических рассказов (в прозе), логограф (Ἑκαταῖος ὁ λ. Her.);
3 баснописец (Αἴσωπος ὁ λ. Her.);
4 составитель судебных речей (преимущ. по заказу) Plat.;
5 разносчик слухов, выдумщик, сплетник Dem.

Greek (Liddell-Scott)

λογοποιός: ὁ, πεζογράφος, ἰδίως ἱστορικὸς γρονογράφος, ἀκριβῶς ὡς τὸ λογογράφος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ποιητής, Πλάτ. Πολ. 392Α, Ἰσοκρ. 104D· ὑπὸ Ἡροδότου λεγόμενον περὶ τοῦ Ἑκαταίου ἐν 2. 143., 5. 36, 125· καὶ περὶ αὐτοῦ τοῦ Ἡροδότου ὑπὸ τοῦ Ἀρριαν. ἐν Ἀν. Ἀλ. 3. 30. 2) μυθογράφος, Αἴσωπος ὁ λ. Ἡρόδ. 2. 134, πρβλ. Πλουτ. Σόλ. 28. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, = λογογράφος ΙΙ, ὁ ἔχων ὡς ἐπάγγελμα τὴν ἐπὶ χρήμασι σύνταξιν λόγων, Πλάτ. Φαῖδρ. 257C, Εὐθύδ. 289D. 2) ἐπὶ κατασκευάζοντος διηγήσεις ἢ διαδίδοντος φήμας, Δημ. 701, ἐν τέλ., Θεοφρ. Χαρ. 8.

Greek Monolingual

λογοποιός, ὁ (Α)
1. αυτός που γράφει σε πεζό λόγο, ο πεζογράφος και κυρίως ο ιστορικός συγγραφέας, ο αρχαίος χρονογράφοςοὔτε τῶν ποιητῶν οὔτε τῶν λογοποιῶν οὐδεμίαν φανήσεται μνείαν πεποιημένος», Ισοκρ.)
2. συγγραφέας μύθων, μυθογράφοςσύνδουλος δὲ Αἰσώπου τοῦ λογοποιοῦ», Ηρόδ.)
3. ο επαγγελματίας λογογράφος
4. αυτός που επινοεί και διαδίδει ψευδείς φήμες, ο διαδοσίας («δόξας λογοποιὸς εἶναι καὶ ταράττειν τὴν πόλιν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

λογοποιός: ὁ (ποιέω
I. 1. πεζογράφος, κυρίως ιστορικός, χρονογράφος, σε Πλάτ., κ.λπ.
2. μυθογράφος, σε Ηρόδ., Πλούτ.
II. 1. = λογογράφος II, σε Πλάτ.
2. κατασκευαστής διηγήσεων, κάπηλος ειδήσεων, αυτός που διαδίδει φήμες, σε Δημ.

Middle Liddell

λογο-ποιός, οῦ, ὁ, ποιέω
I. a prose-writer, esp. an historian, chronicler, Plat., etc.
2. a writer of fables, Hdt., Plut.
II. = λογογράφος II, Plat.
2. a tale-teller, newsmonger, Dem.

English (Woodhouse)

author, chronicler, prose-writer, writer, composer of speeches

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)