ὁμόθυμος

From LSJ
Revision as of 05:40, 14 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "müthig" to "mütig")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόθῡμος Medium diacritics: ὁμόθυμος Low diacritics: ομόθυμος Capitals: ΟΜΟΘΥΜΟΣ
Transliteration A: homóthymos Transliteration B: homothymos Transliteration C: omothymos Beta Code: o(mo/qumos

English (LSJ)

ὁμόφρων, ὁμόψυχος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 334] einmütig, einig, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est du même avis.
Étymologie: de ὁμός, θυμός.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόθῡμος: ὁμόψυχος, ὁμόφρων, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόθυμος, -ον)
ομόγνωμος, ομόφρων
νεοελλ.
αυτός που γίνεται σύμφωνα με τη θέληση και τη γνώμη όλων.
επίρρ...
ομοθύμως και ομόθυμαὁμοθύμως)
με ομοψυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θυμός (πρβλ. κακόθυμος)].