εὔοπλος
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
εὔοπλον, (ὅπλον)
A well-armed, well-equipped, Ar.Ach.592; λόχος, πόλις, X. HG4.2.5 (Sup.), Hier.11.3; τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα -ότερα Arist.HA538b4.
II (ὁπλή) with good hoofs, Poll.1.194.
German (Pape)
[Seite 1085] 1) mit guten Hufen, Poll. 1, 194. – 2) mit guten Waffen, gutbewaffnet; im obscönen Sinne Ar. Ach. 592; λόχος Xen. Hell. 4, 2, 5; πόλις Hier. 11, 3; εὐοπλότερα καὶ ἰσχυρότερα ζῷα Arist. H. A. 4, 11; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien armé;
Cp. εὐοπλότερος, Sp. εὐοπλότατος.
Étymologie: εὖ, ὅπλον.
Russian (Dvoretsky)
εὔοπλος: хорошо вооруженный, оснащенный боевыми средствами (λόχος, πόλις Xen.) или средствами нападения или защиты (εὐοπλότερα τὰ ἄρρενα τῶν θηλέων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔοπλος: -ον, καλῶς ὡπλισμένος, καλῶς παρεσκευασμένος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 592· λόχος, πόλις Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 5, Ἱέρ. 11, 3· τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 11. ΙΙ. (ὁπλὴ) ἔχων καλὰς ὁπλάς. Πολυδ. Α΄, 194.
Greek Monolingual
(I)
εὔοπλος, -ον (Α)
1. ο οπλισμένος καλά, ο εφοδιασμένος καλά («εὐοπλότατος λόχος», Ξεν.)
2. (για ζώα) αυτός που έχει εφοδιαστεί από τη φύση με ισχυρά όπλα («τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα», Αριστοτ.)
3. (ειδ. στην κωμ., για άνδρα) αυτός που έχει ισχυρό αιδοίο («εὔοπλος γὰρ εἶ», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -οπλος (< όπλον), πρβλ. άοπλος, ένοπλος].
(II)
εὔοπλος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλές και ισχυρές οπλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οπλή].
Greek Monotonic
εὔοπλος: -ον (ὅπλον), πάνοπλος, καλά εξοπλισμένος, σε Αριστοφ., Ξεν.
Middle Liddell
εὔ-οπλος, ον ὅπλον
well-armed, well-equipt, Ar., Xen.