ἀλλοτρίωσις

From LSJ
Revision as of 15:28, 15 December 2023 by Spiros (talk | contribs)

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοτρίωσις Medium diacritics: ἀλλοτρίωσις Low diacritics: αλλοτρίωσις Capitals: ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΙΣ
Transliteration A: allotríōsis Transliteration B: allotriōsis Transliteration C: allotriosis Beta Code: a)llotri/wsis

English (LSJ)

ἀλλοτριώσεως, ἡ, estrangement, Phld.D.3Fr.1; aversion, πρὸς πόνον Gal.5.459; τινός from one, App.BC5.78; τινὸς εἴς τινα 3.13; opp. οἰκείωσις, Porph.Abst.3.19; τῆς ξυμμαχίας οὐχ ὁμοία ἡ ἀ. Th.1.35:—Medic., loss of substance, mortification, Aët.13.3.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1c. gen. de cosa rechazo, no aceptación, renuncia τῆς ξυμμαχίας διδομένης οὐχ ὁμοία ἡ ἀ. Th.1.35
en lit. crist. τῶν περισπασμῶν Basil.M.31.920C, τῶν κακῶν Gr.Nyss.Hom.in Cant.28.23, cf. ἀπὸ τῆς ζωῆς Basil.M.29.612C.
2 en fil. heleníst. rechazo, repulsión, repugnancia natural, op. οἰκείωσις: μίαν οἰκείωσιν εἶναι φύσει πρὸς ἡδονὴν ἢ ἀλλοτρίωσιν πρὸς πόνον Chrysipp.Stoic.3.54.30, cf. Gal.5.459, πρὸς αὐτάς (τὰς ἡδονάς) Ph.1.267, οἰκειώσεως πάσης καὶ ἀ. ἀρχὴ τὸ αἰσθάνεσθαι Porph.Abst.3.19.
3 hostilidad, aversión c. εἰς: ἐς τὸν Καίσαρα ἀλλοτρίωσιν App.BC 3.13, μὴ ... ἐς φανερὰν αὐτοὺς ἀλλοτρίωσιν προαγάγῃ D.C.40.21
c. gen. obj. Ρομπήιος ... ἐς ἀλλοτρίωσιν ὑπήγετο τοῦ Μηνοδώρου App.BC 5.78, ἡ δὲ ἀ. τοῦ κοινοῦ γένους ἀδικίαν ἐμποιεῖ Iambl.VP 168, Poll.3.64.
4 separación, desvío del marido ἡ ψυχὴ ... εἰς ἀλλοτρίωσιν ἐθίζεται de la mujer adúltera, Ph.2.201
abandono, desvío esp. de Dios c. gen. obj. ἁμαρτία ἐστιν ἡ τοῦ θεοῦ ἀ. en la definición de ‘pecado’, Gr.Nyss.Ref.Eun.385.25, cf. Basil.M.30.589B
abs. μὴ γενηθῇς μοι ἐς ἀλλοτρίωσιν LXX Ie.17.17.
II 1tendencia foránea o extranjerizante ἐκαθάρισα αὐτοὺς ἀπὸ πάσης ἀ. LXX 2Es.23.30.
2 heterogeneidad, diferencia op. ταὐτότης Chrys.M.59.93, ἀ. τῆς φύσεως Basil.M.29.661A
3 alteración, deterioro τῆς κατὰ φύσιν μορφῆς ἀ. Gr.Nyss.Maced.102.9
medic. desvitalización τὸν τῆς ἀ. κίνδυνον Aët.13.3.
III de propiedades enajenación, venta, BGU 464.1 (II a.C.).

German (Pape)

[Seite 106] ἡ, Entfremdung, a) Veräußerung an Fremde, Thuc. 1, 35, Schol. στέρησις. – b) Abneigung, πρός τινα, App. B. C. 3, 13 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 hostilité ; εἴς τινα, à l'égard de qqn;
2 séparation.
Étymologie: ἀλλοτριόω.

Greek Monotonic

ἀλλοτρίωσις: -εως, ἡ, αποξένωση, αλλοτρίωση, τῆς ξυμμαχίας οὐχ ὁμοία ἡ ἄλλ., η απώλειά της, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοτρίωσις: εως ἡ отчуждение или отпадение Thuc.

Middle Liddell

[from ἀλλοτριόω
estrangement, τῆς ξυμμαχίας οὐχ ὁμοία ἡ ἀλλ. its estrangement, its loss, Thuc.