τειχισμός
English (LSJ)
ὁ, = τείχισις, Th.5.82, 6.44, etc.
German (Pape)
[Seite 1081] ὁ, = τείχισις; Thuc. 5, 82. 6, 44, Pol. 5, 93, 5.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. τείχισις.
Étymologie: τειχίζω.
Russian (Dvoretsky)
τειχισμός: ὁ Thuc. = τείχισις.
Greek (Liddell-Scott)
τειχισμός: ὁ, = τείχισις, Θουκ. 5. 82., 6. 44, Δημ. 325, 23, Πολύβ. 5. 93, 5, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 3.
Greek Monolingual
ὁ, Α τειχίζω
ανέγερση τείχους, τείχιση.
Greek Monotonic
τειχισμός: ὁ, = τείχισις, σε Θουκ.
Middle Liddell
τειχισμός, οῦ, ὁ, = τείχισις, Thuc.]
English (Woodhouse)
Translations
fortification (act)
Bulgarian: укрепване, усилване; Chinese Mandarin: 防禦工事/防御工事, 工事; Esperanto: fortikado; Finnish: linnoittaminen; French: fortification, renforcement; Galician: fortificación; German: Festungsbau, Befestigen; Greek: οχύρωση; Ancient Greek: διατειχισμός, διοικοδόμησις, ἐκτειχισμός, ἐπιτείχισις, ὀχύρωσις, περιτείχισις, τείχισις, τειχισμός, χαράκωσις; Italian: fortificazione; Latin: fortificatio, munitio; Macedonian: утврдување, утврда; Malay: pengubuan; Norman: fortificâtion; Old Polish: fortyfikacja, umocnienie; Portuguese: fortificação; Romanian: fortificare; Russian: фортификация, укрепление; Spanish: fortificación; Swedish: befästning, befästningskonst