ποτή
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
(A), ἡ,
A flight, ποτῇ ἀνεδύσατο λίμνης Od.5.337; ποτῇσι v.l. in h.Merc.544; ποτὴν ἴσον dub.l. in Alex.Aet.5.5.
(B), ἡ, sample of wine, ἐκ ληνοῦ POxy.1673.12, al. (ii A. D.), cf. BGU1143.18 (i B. C.).
German (Pape)
[Seite 689] ἡ, der Flug, das Fliegen, Od. 5, 337.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
vol, essor.
Étymologie: πέτομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτή -ῆς, ἡ [πέτομαι] vlucht, het vliegen.
Russian (Dvoretsky)
English (Autenrieth)
(πέτομαι): flying, flight, Od. 5.337†.
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) η πτήση, το πέταγμα («αἰθυίη δ' εἰκυῖα ποτῆ ἀνεδύσετο λίμνης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ-, ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας του πέτομαι «πετώ» + κατάλ. -η].
(II)
ἡ, Α
μικρή ποσότητα κρασιού για δοκιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- του πίνω (πρβλ. ποτός) + κατάλ. -η (βλ. λ. πίνω)].
Greek Monotonic
ποτή: ἡ, = πτῆσις, πτήση, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
ποτή: ἡ, = πτῆσις, ποτῇ ἀνεδύσατο λίμνης Ὀδ. Ε. 337· ποτῇσιν, διάφ. γραφ. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 542.