προσεκπίπτω

From LSJ
Revision as of 14:46, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεκπίπτω Medium diacritics: προσεκπίπτω Low diacritics: προσεκπίπτω Capitals: ΠΡΟΣΕΚΠΙΠΤΩ
Transliteration A: prosekpíptō Transliteration B: prosekpiptō Transliteration C: prosekpipto Beta Code: prosekpi/ptw

English (LSJ)

fall out besides, of sinews (as well as flesh) mortifying, τῶν νεύρων -πεσουμένων Hp.Fract.27: metaph., πλάσμα εἰς πᾶν -πῖπτον τὸ ἀδύνατον Longin.15.8.

German (Pape)

[Seite 758] (s. πίπτω), noch dazu herausfallen, einen Ausfall thun; übertr., τῇ φιλοτιμίᾳ, aus Ehrsucht Maaß und Schranken überschreiten, Strab. 1, 2, 3; u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκπίπτω: ἐκπίπτω προσέτι, ἐπὶ τενόντων (ὡς καὶ σαρκῶν) μαραινομένων καὶ νεκρουμένων, Ἱππ. Ἀγμ. 768.

Greek Monolingual

Α ἐκπίπτω
1. (για τα νεύρα και τις σάρκες) μαραίνομαι, νεκρώνομαι («τῶν νεύρων προσεκπεσουμένων», Ιπποκρ.)
2. μτφ. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ («μυθῶδες τὸ πλάσμα καὶ εἰς πᾶν προσεκπῖπτον τὸ ἀδύνατον», Λογγίν.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-εκπίπτω ook nog eruit vallen:. τῶν δὲ νεύρων προσεκπεσουμένων terwijl de pezen er ook nog dreigen uit te vallen Hp. Fract. 27.