οἰακονόμος

From LSJ
Revision as of 09:05, 7 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰᾱκονόμος Medium diacritics: οἰακονόμος Low diacritics: οιακονόμος Capitals: ΟΙΑΚΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: oiakonómos Transliteration B: oiakonomos Transliteration C: oiakonomos Beta Code: oi)akono/mos

English (LSJ)

ὁ, helmsman: metaph., pilot, ruler, A.Pr.149(lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dirige le gouvernail, pilote.
Étymologie: οἴαξ, νέμω.

German (Pape)

[ᾱ], das Steuer lenkend, der Steuermann, übertragen, νέοι γὰρ οἰακονόμοι κρατοῦσ' Ὀλύμπου, Aesch. Prom. 149.

Russian (Dvoretsky)

οἰᾱκονόμος:кормчий Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

οἰᾱκονόμος: ὁ, πηδαλιοῦχος· μεταφ. κυβερνήτης, διοικητής, Αἰσχύλ. Πρ. 149.

Greek Monolingual

ο (Α οἰακονόμος)
νεοελλ.
ναυτ. αξιωματικός ή υπαξιωματικός προϊστάμενος τών οιακιστών ενός σκάφους
αρχ.
1. πηδαλιούχος, οίακιστής
2. (κατ' επέκτ.) διοικητής, κυβερνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, -ακος «πηδάλιο» + -νόμος].

Greek Monotonic

οἰᾱκονόμος: ὁ (νέμω), τιμονιέρης, πηδαλιούχος· μεταφ., καθοδηγητής, κυβερνήτης, διοικητής, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

οἰᾱκο-νόμος, ὁ, νέμω
a helmsman: metaph. a pilot, ruler, Aesch.