τραχύτης

Revision as of 09:15, 7 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ητος, ἡ, Att. τρᾱχῠτής, ῆτος (acc. to Hdn.Gr.1.83):—
A roughness, ruggedness, κῶνον λαμβάνοντα τραχύτητας Democr.155; τῆς χώρας X.Cyr.7.5.67; sharpness, of a bit, Id.Eq.10.6; τραχύτησί τε καὶ λειότησιν Pl.Ti.65c, cf. Ti.Locr. 100d; περὶ τὴν ἀρτηρίαν Arist.GA788a27; τὰ ῥοφητὰ.. τὰς ἐν τῇ φάρυγγι τ. ἐκλεαίνει Gal.6.706; βλέφαρα τὰ τ. ἔχοντά τινα Id.16.510; τ. φωνῆς Arist. de An.422b31, cf. Phld.Po.Herc.994.32, 33.
2 of persons, roughness, harshness, ὀργῆς A.Pr.80; τ. δυσπρόσοδος Plu.Dio 8, etc.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 rudesse, âpreté, dureté;
2 au mor. âpreté du caractère, violence, irascibilité.
Étymologie: τραχύς.

German (Pape)

[ᾱ], ητος, ἡ, Rauheit, Härte; ὀργῆς, Aesch. Prom. 80; Gegensatz von λειότης, Plat. Tim. 65c; χώρας, Xen. Cyr. 7.5.67; αἱ τῶν τόπων τραχύτητες, Pol. 10.30.1, und Sp.

Russian (Dvoretsky)

τρᾱχύτης: ητος (ῠ) ἡ
1 шероховатость, шершавость (τ. τε καὶ λειότης Plat.);
2 неровность, бугристость или скалистость (τῆς χώρας Xen.);
3 жесткость (τοῦ χαλινοῦ Xen.);
4 грубость (τῆς φωνῆς Arst.);
5 суровость, злобность (ὀργῆς Aesch.; ἤθους Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχύτης: -ητος, ἡ, Ἀττικ. τραχῠτής, ῆτος (κατὰ τὸν Ἡρῳδιαν. παρ’ Ἀρκαδ., Χοιροβ.)˙ - τραχύτης, ἀνωμαλία, τὸ πετρῶδες, τῆς χώρας Ξεν. Κύρ. 7. 5, 67˙ ὀξύτης, τὸ μὴ λεῖον, ἐπὶ χαλινοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 10, 6˙ τραχύτησί τε καὶ λειότησιν Πλάτ. Τίμ. 65C, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 100D˙Ϗ περὶ τὴν ἀρτηρίαν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 26˙ τρ. φωνῆς ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 4. 11, 3. 2) ἐπὶ προσώπων, τραχύτης, σκληρότης, ἀγριότης, ὀργῆς Αἰσχύλ. Πρ. 80˙ ἤθους Πλουτ. Δίων 8, κλπ.

Greek Monolingual

και τραχ(ε)ίτης, ο, Ν
(πετρογρ.) πολύ λεπτοκοκκώδες ηφαιστειακό πέτρωμα, αντίστοιχο από ορυκτολογική άποψη με τον συηνίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trachyte (< τραχύς). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κ. Μητσόπουλο].

Greek Monotonic

τρᾱχύτης: -ητος, ἡ (τραχύς
1. τραχύτητα, ανωμαλία, σε Ξεν.· κοφτερότητα, οξύτητα, λέγεται για χαλινάρι, στον ίδ.
2. λέγεται για πρόσωπα, τραχύτητα, σκληρότητα, αγριότητα, ὀργῆς, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

τρᾱχύτης, ητος, ἡ, τραχύς
1. roughness, ruggedness, Xen.; sharpness, of a bit, Xen.
2. of persons, roughness, harshness, ὀργῆς Aesch.

English (Woodhouse)

cruelly, cruelty, harshness, roughness, sternness, of ground, of manner, opposed to smoothness