ἐκρίπτω
ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness
English (LSJ)
A cast forth, ἔξω με [γῆς]..ἐκρίψατε S.OT1412; ἔπη A.Pr.932; discharge, γάλα Sor.1.88:—Pass., δίφρων ἐκριφθείς S.El.512; of an orator, to be hissed off, μεταξὺ λέγων ὑφ' ὑμῶν ἐξερρίφη Aeschin.2.153.
2 Pass., to be spread abroad, LXX Jd. 15.9.
Spanish (DGE)
1 lanzar, proferir ἔπη A.Pr.932.
2 tirar, arrojar (μέ) θαλάσσιον ἐκρίψατ' tiradme al mar S.OT 1412, cf. Manes 99.7, τὰ ὀστᾶ tras profanar tumbas, Hieronyn.Hist.9, cf. LXX 2Ma.5.10, τὴν στρατηγικὴν ἐσθῆτα App.BC 2.126, c. gen. de proced. o giro prep. ἐκρίψαντες ἐκ τῶν πλοίων πάντα τὰ βάρη Plb.1.39.4, (τὸν) ἐκτὸς ἐξέριψε τοῦ τοίχου lo tiró (a un perro) fuera desde la muralla Babr.42.5, en v. pas. παγχρύσων δίφρων ... πρόρριζος ἐκριφθείς S.El.512.
3 en aor. pas. ser expulsado, rechazado μεταξὺ λέγων ὑφ' ὑμῶν ἐξερρίφη un orador, Aeschin.2.153, cf. LXX Id.15.9, ἡ δέ (ὕλη) ἐστιν οἷον ἐκριφεῖσα (τοῦ ὄντος) la materia está como expulsada del ser Plot.2.5.5, ἐκριφῆναι ἐκ τῆς ἐλπίδος ser expulsado de la esperanza, e.d., defraudado 1Ep.Clem.57.2.
German (Pape)
[Seite 778] herauswerfen; ἔξω με θαλάσσιον ἐκρίψατε Soph. O. R. 1412, über Bord werfen, wie φορτί' ἐξέῤῥιψ' ὑπέραντλος γενόμενος Diphil. Ath. VII, 292 (V. 12); ἔπη, ausstoßen, Aesch. Prom. 943; ὑφ' ὑμῶν ἐξεῤῥίφη Aesch. 2, 153, von der Rednerbühne heruntergebracht.
French (Bailly abrégé)
ao.2 Pass. ἐξερρίφην;
jeter hors de : τινα γῆς SOPH bannir qqn d'un pays ; en parl. d'un acteur expulser, huer ; fig. ἔπη ESCHL prononcer litt. lancer des paroles.
Étymologie: ἐκ, ῥίπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκρίπτω:
1 сбрасывать (δίφρων ἐκριφθείς Soph.);
2 выбрасывать (τὰ λείψανα τοῦ τεθνηκότος Plut.): θαλάσσιόν τινα ἐκρίψαι Soph. бросить кого-л. в море;
3 изгонять (εἰς τόπους χαλεποὺς ἐκριφῆναι Plut.): μεταξὺ λέγων ὑφ᾽ ὑμῶν ἐξερρίφη Aeschin. не дав ему договорить (точнее в середине речи), вы прогнали его;
4 произносить (τοιάδ᾽ ἔπη Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκρίπτω: μέλλ. -ψω, ῥίπτω, ἔξω, ἔξω με γῆς... ἐκρίψατε Σοφ. Ο. Τ. 1412· ἔπη (πρβλ. ἀπορρίπτω ΙΙΙ.) Αἰσχύλ. Πρ. 932: - Παθ., δίφρων ἐκριφθεὶς Σοφ. Ἠλ. 512· ἐπὶ ἠθοποιοῦ, ὡς τὸ ἐκπίπτω, Λατ. explodi, Αἰσχίν. 48. 40.
Greek Monolingual
ἐκρίπτω (AM) και ἐκριπτῶ (-έω) (Α)
μσν.
1. πετώ μπροστά, απλώνω
2. (για ναυαγούς) εκβράζω
3. παθ. εκβράζομαι, φέρομαι από τους ανέμους
αρχ.
1. ρίχνω έξω, απορρίπτω
2. (για φορτίο πλοίου) ρίχνω στη θάλασσα, κάνω αβαρία
3. (για λόγια) εκστομίζω
4. (για ρήτορα) αποδοκιμάζομαι, εκδιώκομαι.
Greek Monotonic
ἐκρίπτω: μέλ. -ψω, ρίχνω, πετώ έξω, αποβάλλω, απορρίπτω, σε Αισχύλ., Σοφ.