ἐκρίπτω

From LSJ
Revision as of 09:20, 7 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκρίπτω Medium diacritics: ἐκρίπτω Low diacritics: εκρίπτω Capitals: ΕΚΡΙΠΤΩ
Transliteration A: ekríptō Transliteration B: ekriptō Transliteration C: ekripto Beta Code: e)kri/ptw

English (LSJ)

A cast forth, ἔξω με [γῆς]..ἐκρίψατε S.OT1412; ἔπη A.Pr.932; discharge, γάλα Sor.1.88:—Pass., δίφρων ἐκριφθείς S.El.512; of an orator, to be hissed off, μεταξὺ λέγων ὑφ' ὑμῶν ἐξερρίφη Aeschin.2.153.
2 Pass., to be spread abroad, LXX Jd. 15.9.

Spanish (DGE)

1 lanzar, proferir ἔπη A.Pr.932.
2 tirar, arrojar (μέ) θαλάσσιον ἐκρίψατ' tiradme al mar S.OT 1412, cf. Manes 99.7, τὰ ὀστᾶ tras profanar tumbas, Hieronyn.Hist.9, cf. LXX 2Ma.5.10, τὴν στρατηγικὴν ἐσθῆτα App.BC 2.126, c. gen. de proced. o giro prep. ἐκρίψαντες ἐκ τῶν πλοίων πάντα τὰ βάρη Plb.1.39.4, (τὸν) ἐκτὸς ἐξέριψε τοῦ τοίχου lo tiró (a un perro) fuera desde la muralla Babr.42.5, en v. pas. παγχρύσων δίφρων ... πρόρριζος ἐκριφθείς S.El.512.
3 en aor. pas. ser expulsado, rechazado μεταξὺ λέγων ὑφ' ὑμῶν ἐξερρίφη un orador, Aeschin.2.153, cf. LXX Id.15.9, ἡ δέ (ὕλη) ἐστιν οἷον ἐκριφεῖσα (τοῦ ὄντος) la materia está como expulsada del ser Plot.2.5.5, ἐκριφῆναι ἐκ τῆς ἐλπίδος ser expulsado de la esperanza, e.d., defraudado 1Ep.Clem.57.2.

German (Pape)

[Seite 778] herauswerfen; ἔξω με θαλάσσιον ἐκρίψατε Soph. O. R. 1412, über Bord werfen, wie φορτί' ἐξέῤῥιψ' ὑπέραντλος γενόμενος Diphil. Ath. VII, 292 (V. 12); ἔπη, ausstoßen, Aesch. Prom. 943; ὑφ' ὑμῶν ἐξεῤῥίφη Aesch. 2, 153, von der Rednerbühne heruntergebracht.

French (Bailly abrégé)

ao.2 Pass. ἐξερρίφην;
jeter hors de : τινα γῆς SOPH bannir qqn d'un pays ; en parl. d'un acteur expulser, huer ; fig. ἔπη ESCHL prononcer litt. lancer des paroles.
Étymologie: ἐκ, ῥίπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκρίπτω:
1 сбрасывать (δίφρων ἐκριφθείς Soph.);
2 выбрасывать (τὰ λείψανα τοῦ τεθνηκότος Plut.): θαλάσσιόν τινα ἐκρίψαι Soph. бросить кого-л. в море;
3 изгонять (εἰς τόπους χαλεποὺς ἐκριφῆναι Plut.): μεταξὺ λέγων ὑφ᾽ ὑμῶν ἐξερρίφη Aeschin. не дав ему договорить (точнее в середине речи), вы прогнали его;
4 произносить (τοιάδ᾽ ἔπη Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκρίπτω: μέλλ. -ψω, ῥίπτω, ἔξω, ἔξω με γῆς... ἐκρίψατε Σοφ. Ο. Τ. 1412· ἔπη (πρβλ. ἀπορρίπτω ΙΙΙ.) Αἰσχύλ. Πρ. 932: - Παθ., δίφρων ἐκριφθεὶς Σοφ. Ἠλ. 512· ἐπὶ ἠθοποιοῦ, ὡς τὸ ἐκπίπτω, Λατ. explodi, Αἰσχίν. 48. 40.

Greek Monolingual

ἐκρίπτω (AM) και ἐκριπτῶ (-έω) (Α)
μσν.
1. πετώ μπροστά, απλώνω
2. (για ναυαγούς) εκβράζω
3. παθ. εκβράζομαι, φέρομαι από τους ανέμους
αρχ.
1. ρίχνω έξω, απορρίπτω
2. (για φορτίο πλοίου) ρίχνω στη θάλασσα, κάνω αβαρία
3. (για λόγια) εκστομίζω
4. (για ρήτορα) αποδοκιμάζομαι, εκδιώκομαι.

Greek Monotonic

ἐκρίπτω: μέλ. -ψω, ρίχνω, πετώ έξω, αποβάλλω, απορρίπτω, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

fut. ψω
to cast forth, Aesch., Soph.