ἐπάργεμος

From LSJ
Revision as of 09:20, 7 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάργεμος Medium diacritics: ἐπάργεμος Low diacritics: επάργεμος Capitals: ΕΠΑΡΓΕΜΟΣ
Transliteration A: epárgemos Transliteration B: epargemos Transliteration C: epargemos Beta Code: e)pa/rgemos

English (LSJ)

ἐπάργεμον,
A having a film over the eye, Arist.HA609b16, 620a1.
II metaph., dim, obscure, σήματα, θέσφατα, λόγοι, A.Pr.499, Ag.1113, Ch.665.

German (Pape)

[Seite 904] mit einem weißen Fleck auf dem Auge, blind, καὶ οὐκ ὀξυωπός Arist. H. A. 9, 1; καὶ πεπήρωται τοὺς ὀφθαλμούς 9, 34; übertr., dunkel, unverständlich, θέσφατα Aesch. Ag. 1084; λόγοι Ch. 654, vgl. Prom. 497.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
atteint d'une tache blanche sur l'œil ; fig. obscur.
Étymologie: ἐπί, ἄργεμος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάργεμος:
1 имеющий бельмо на глазу или подслеповатый (sc. ζῷον Arst.);
2 темный, непостижимый, сокровенный (θέσφατα, σήματα Aesch.): ἐπαργέμους λόγους τιθέναι Aesch. говорить неясно или обиняками.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάργεμος: -ον, ὁ ἔχων λεύκωμα, ἤτοι λευκὴν κηλῖδα, εἰς τὸν ὀφθαλμόν, ἢ ὁ τετυφλωμένος ὑπὸ λευκωμάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 22., 9. 34, 5, Πολυδ. Β΄, 65, Ἡσύχ. ΙΙ. μεταφ., σκοτεινός, ἀσαφής, σήματα, θέσφατα, λόγοι Αἰσχύλ. Πρ. 499, Ἀγ. 1113, Χο. 665.

Greek Monolingual

ἐπάργεμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει άργεμο, δηλ. λευκή κηλίδα στο μάτι, τυφλός
2. σκοτεινός, ασαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άργεμον «λευκή κηλίδα στο μάτι»].

Greek Monotonic

ἐπάργεμος: -ον, αυτός που έχει λεπτή μεμβράνη στο μάτι, λευκή κηλίδα (= λεύκωμα)· μεταφ., σκοτεινός, συγκεχυμένος, ασαφής, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐπ-άργεμος, ον
having a film over the eye: metaph. dim, obscure, Aesch.

English (Woodhouse)

dark, vague, hard to understand

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)