εὐφραντικός

Revision as of 08:31, 9 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἱδανός" to "ἰδανός")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

εὐφραντική, εὐφραντικόν,
A cheering, ὀφθαλμῶν Ath.13.608a.
2 of persons, cheery, Vett. Val. 9.3, al.: Comp. εὐφραντικώτερος = more cheered by good fortune, Cat.Cod.Astr. 8(4).238.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ εὐφραντικός, -ή, -όν)
αυτός που ευφραίνει, που προκαλεί ευφροσύνη, χαρά, μεγάλη ευχαρίστηση
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ευφραντικό
καρύκευμα, ήδυσμα
αρχ.
(για πρόσ.) εύθυμος.
επίρρ...
εὐφραντικῶς (Α)
με ευφροσύνη, με χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευφραντός (< ευφραίνω) + -ικός].

German (Pape)

ή, όν, erheiternd, erfreuend; οὐδέν ἐστιν ὀφθαλμῶν οὕτως εὐφραντικὸν ὡς γυναικὸς κάλλος Ath. XIII.608a; Sp.

Translations

attractive

Arabic: جَذَّاب‎; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: aantrekkelijk, attractief; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: attrayant, attractif, sympathique; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: attraktiv; Greek: ελκυστικός, γοητευτικός, θελκτικός, τραβηχτικός; Ancient Greek: ἀγωγός, ἀρπαλέος, ἁρπαλέος, δημοτερπής, εἰδάλιμος, ἑλκτικός, ἑλκυστικός, ἐνδίολκος, ἐπαγωγικός, ἐπαγωγός, ἐπακτικός, ἐπαφρόδιτος, ἐπισπαστικός, εὐειδής, εὐήδονος, εὐήρατος, εὔμορφος, εὔοπτος, εὐπρεπής, εὐφραντικός, ἐφελκτικός, ἐφελκυστικός, ἐφολκός, ἰδανός, καταγωγός, κωτίλος, προσαγωγός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Hungarian: vonzó, csábító; Irish: caithiseach; Italian: attraente, procace, stuzzicante, allettante; Japanese: 魅力的な; Macedonian: привлечен, симпатичен; Malayalam: ആകർഷകമായ; Marathi: आकर्षक; Norman: séduisant; Norwegian: attraktiv, tiltrekkende; Polish: atrakcyjny; Portuguese: atraente; Romanian: atractiv; Russian: привлекательный, симпатичный; Scottish Gaelic: tarraingeach, tlachdmhor; Spanish: atractivo; Telugu: ఆకర్షణీయమైన; Turkish: cazip, cezbedici; Ukrainian: привабливий, привабний, принадливий, принадний